Κρατάμε σπαθί στα χέρια μας κι είμαστε ένα βήμα έξω απ’ το πεδίο μάχης, όπου μας περιμένει ο αντίπαλός μας με το σπαθί του. Τότε, έχουμε δύο επιλογές: Μπορούμε να πάμε στο πεδίο μάχης και να παλέψουμε, με τον κίνδυνο να τραυματιστούμε, να τραυματίσουμε, ίσως ακόμη και να σκοτωθούμε, ή να σκοτώσουμε. Η δεύτερη επιλογή μας είναι να μην μπούμε καθόλου στο πεδίο της μάχης και ν’ αποχωρήσουμε χωρίς να παλέψουμε.

Το όφελος που θα έχουμε αν ακολουθήσουμε τη δεύτερη επιλογή της υποχώρησης, είναι ότι θα γλυτώσουμε απ’ τα τραύματα, που θ’ αποκτούσαμε είτε κερδίζαμε είτε όχι, αλλά ακόμη και από μια ήττα, που θα μας αποτέλειωνε. Μπορεί, όμως, φεύγοντας να χάναμε και μια σίγουρη νίκη.

Τα ίδια οφέλη θα έχουμε κι αν ακολουθήσουμε την επιλογή της υποχώρησης μέσα στη σχέση μας. Όταν δούμε το σύντροφό μας να παίρνει το «σπαθί» του κι επιλέξουμε να παλέψουμε μαζί του, τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι κι οι δύο θα πληγωθούμε απ’ τις διαμάχες μας. Διαλέγοντας, όμως, να μην μπούμε καν στη διαδικασία ν’ αναμετρηθούμε μαζί του, για το ποιου η επιθυμία θα περάσει η όχι, τότε θα γλυτώσουμε κι οι δύο απ’ τα ψυχικά τραύματα που θ’ αποκτούσαμε, μ’ όσα θα ειπώνονταν μέσα στην αντιπαράθεσή μας.

Η τακτική της υποχώρησης εμφανίζεται ως επιλογή όταν ο σύντροφός μας είναι πιο αμετάπειστος από εμάς κι όταν η λογική μας δυσκολεύεται να ταυτιστεί σε μερικά σημεία με τη δική του. Για παράδειγμα, όταν θέλουμε η σχέση μας να λειτουργεί μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο, αλλά ο σύντροφός μας δεν αντεπεξέρχεται σ’ αυτό που του ζητάμε, ή όταν οι απόψεις μας διαφέρουν σε ζητήματα, τα οποία αντιλαμβανόμαστε με πολύ διαφορετικό τρόπο και πράγματα που μπορεί να μας θίγουν, λόγου χάρη, που για εκείνον δεν είναι καθόλου προσβλητικά.

Επιλέγοντας, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, την τακτική της υποχώρησης, αποφεύγουμε τσακωμούς, που δε θα μπορούν παρά να φθείρουν τη σχέση, ακόμη κι ολοκληρωτικά. Μπαίνοντας στη διαδικασία ν’ αναμετρηθούμε με το σύντροφό μας μπορεί να υποτιμήσουμε άθελά μας τη λογική του, απλώς επειδή δε θα συμφωνεί με τη δική μας. Έτσι, δε θα είναι δύσκολο να τραυματίσουμε τόσο πολύ ο ένας τον άλλο με τις προσβολές μας, που να μην μπορούμε να συνεχίσουμε να βρισκόμαστε μαζί στη σχέση.

Πηγαίνοντας να παλέψουμε με το σύντροφό μας για το ποιου η επιθυμία θα περάσει, τότε θα συνυπάρχουμε πιο πολύ ως αντίπαλοι κι όχι ως συνοδοιπόροι. Έτσι, η διαφορετικότητά μας δε θα παρουσιάζεται ως χαρακτηριστικό που μπορεί να βοηθήσει τη σχέση, αλλά αντιθέτως, ως πρόβλημα που θα καθιστά δύσκολη την ύπαρξή της.

Με την τακτική της υποχώρησης έχουμε άλλο ένα όφελος, αφού διατηρούμε ακέραιη την υπερηφάνειά μας, ξέροντας πως δεν αναγκάσαμε τον άλλο να κάνει κάτι που δεν το θέλει. Έτσι, θα είμαστε ευχαριστημένοι που δεν του επιβάλαμε ν’ ασπαστεί την άποψή μας και θα γλυτώσουμε απ’ την ταπεινωτική υπόνοια πως καταπιέζουμε τον σύντροφό μας.

Όμως, η συνεχόμενη τάση μας να υποχωρούμε προκειμένου να σώσουμε τη σχέση μας απ’ τη φθορά, μπορεί να μας στερήσει μερικές «σίγουρες νίκες» κι ίσως αν επιμέναμε λίγο περισσότερο, να γινόταν τελικά αυτό που θεωρούσαμε ότι ήταν το σωστό. Το αποτέλεσμα απ’ τη διαλλακτικότητά μας είναι ότι παίρνουμε τελικά πιο λίγα απ’ όσα αξίζουμε.

Σ’ αυτό το σημείο, μπορούμε να συνεχίζουμε να υποχωρούμε αν η διάσωση της σχέσης μας μάς ικανοποιεί περισσότερο απ’ όσο θα μας ικανοποιούσε αν επιβάλλαμε μερικά πράγματα όπως θα τα θέλαμε, αφού συνοπτικά θα είμαστε ευχαριστημένοι με τη σχέση και δε θα έχουμε ανάγκη από πιο πολλά.

Στην περίπτωση, όμως, που αισθανόμαστε αδικημένοι μ’ όσα μας δίνει ο σύντροφός μας και που καταπιεζόμαστε όταν υποχωρούμε, τότε, αναπόφευκτα, κάποια στιγμή θα πάρουμε το σπαθί μας και θα πάμε να παλέψουμε για όσα πιστεύουμε ότι αξίζουμε. Τότε, ίσως και να ικανοποιηθεί το θέλημά μας και να κερδίσουμε αυτά που διεκδικήσαμε, χωρίς μάλιστα να χρειαστεί να τραυματιστεί σοβαρά κανείς απ’ τους δυο μας και να παραμείνουμε στη σχέση, πιο ευχαριστημένοι. Πολύ πιθανόν, όμως, πάνω στον αγώνα της διεκδίκησης να τραυματιστούμε τόσο βαριά, που να πρέπει να τερματίσουμε τη σχέση μας.

Η τακτική της υποχώρησης μπορεί να σώσει μια σχέση και να την απαλλάξει από μάταιους τσακωμούς, που δε θα μπορούν παρά να πληγώνουν και τους δύο συντρόφους, άσχετα με το ποιος θα είναι τελικά ο νικητής τους. Ωστόσο, δεν μπορεί να υιοθετείται από εκείνους, που νιώθουν ότι καταπιέζονται ή υποτιμούνται, όταν την εφαρμόζουν.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου