Έχουμε ένα σπίτι, που δεν είναι βιώσιμο πια. Οι φθορές του έχουν φθάσει σε τόσο μεγάλο βαθμό, που δε μας επιτρέπουν να ζήσουμε σ’ αυτό. Διορθώνουμε, όμως, τις πάνω-πάνω βλάβες του, σοβαντίζουμε τα ραγίσματά του, στηρίζουμε τις ξεχαρβαλωμένες κολόνες του και καταφέρνουμε, έτσι, να ζούμε ακόμη μέσα σ’ αυτό. Μετά από λίγο καιρό, όμως, τα προβλήματα επανέρχονται και γι’ άλλη μια φορά, δε μας αφήνουν να ζήσουμε στο σπίτι. Μια λύση μένει, τότε, αν θέλουμε να εξακολουθούμε να ζούμε εκεί: Να το γκρεμίσουμε και να το χτίσουμε ξανά από την αρχή.
Αν στη θέση του σπιτιού βάλουμε μια σχέση, που με τον ίδιο τρόπο, σταματά να είναι βιώσιμη, τότε και σ’ αυτή την περίπτωση, όσο και να καλύπτουμε τα ήδη υπάρχοντα προβλήματά της, θα επανέρχονται και θα καθιστούν αδύνατη την ύπαρξή μας σ’ αυτήν. Το μόνο που θα μπορούμε να κάνουμε για να ζήσουμε με τον άνθρωπο που θέλουμε, είναι να προσπαθήσουμε να γκρεμίσουμε όλα όσα κατέστησαν μη βιώσιμη τη σχέση και να τη χτίσουμε πάλι, με νέες βάσεις, από την αρχή.
Για να διαλύσουμε μια σχέση από τις βάσεις της και να την ανακατασκευάσουμε, λοιπόν, πρέπει να είχαν προηγηθεί γεγονότα, που την έβλαψαν ανεπανόρθωτα. Η απιστία, είναι μια φθορά που μπορεί να προκαλέσει αξεπέραστη βλάβη σε μια σχέση και που θα έχει αντίκτυπο στα θεμέλιά της. Με κάθε βήμα μας, θα «τρίζει» η θύμησή της και θα καραδοκεί πίσω από κάθε ενέργεια του ατόμου που απίστησε. Μόνο αν γκρεμίσουμε τα θεμέλια της σχέσης και θάψουμε την ανάμνηση της απάτης κάτω απ’ αυτά, θα μπορούμε να προχωρήσουμε.
Μια άλλη αιτία, που βαραίνει μια σχέση και την καθιστά μη βιώσιμη, είναι η αρρωστημένη συμπεριφορά που μπορεί να εκδηλωθεί από τον ένα εκ των δύο συντρόφων. Πολλές φορές, κάτω από το άλλοθι των δυνατών συναισθημάτων, αναδύονται ζηλοτυπίες χωρίς λογικά αίτια, που επιβαρύνουν, όχι μόνο το σύντροφό μας, αλλά καθιστούν κι εμάς ανίκανους να υπάρξουμε στη σχέση. Αν δοκιμάσουμε να καταπνίξουμε προσωρινά τις αρρωστημένες παρορμήσεις μας, χωρίς, όμως, να επανεξετάσουμε τις βάσεις της σχέσης, τότε το πρόβλημα θα εμφανιστεί ξανά.
Με την πάροδο του καιρού, μπορεί να βάλουμε σε δεύτερη μοίρα την επικοινωνία με το σύντροφό μας. Καταλήγουμε, έτσι, να αγνοούμε ο ένας τα εξελιγμένα χαρακτηριστικά του άλλου κι ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να ταιριάζουμε σε μεγάλο βαθμό, η απόσταση που δημιουργείται μεταξύ μας, δίνει την εντύπωση πως δεν υπάρχει τίποτα που να μας ενώνει κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που χρήζει απαραίτητη την ανακατασκευή της σχέσης.
Το γκρέμισμα της σχέσης, όμως, δεν αρκεί να γίνει επιπόλαια και με απλή αφαίρεση των προβλημάτων που την επιβάρυναν και που την έκαναν μη βιώσιμη. Απαιτεί κι από τους δύο συντρόφους να αποδεσμεύσουμε τον εαυτό μας από τις πρώτες άσχημες αναμνήσεις της σχέσης, να μην επιστρέψουμε ποτέ σ’ αυτές και να μην προδικάσουμε τη νέα αρχή, υποθέτοντας πως δε θ’ αλλάξει τίποτα.
Αν είμαστε στην πλευρά του συντρόφου που έδειξε ελαττωματική συμπεριφορά, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως αν εξακολουθούμε να δημιουργούμε προβλήματα, δε θα πετύχουμε τίποτ’ άλλο, από την οριστική διάλυση της σχέσης και την ανεπίστρεπτη απομάκρυνση του συντρόφου μας από κοντά μας.
Αν, όμως, είμαστε ο σύντροφος που συγχωρέσαμε και δεχθήκαμε να χτίσουμε τη σχέση ξανά από την αρχή, δεν πρέπει να κάνουμε ποτέ αναφορές στα παλιά προβλήματα της σχέσης, αλλά αντιθέτως, οφείλουμε να κρύβουμε τις επιφυλάξεις μας, μέχρι οι νέες βάσεις που θα μπουν στη σχέση, να αποκτήσουν τη σταθερότητα που χρειάζεται.
Μια σχέση, λοιπόν, μπορεί να γκρεμιστεί και να οικοδομηθεί με επιτυχία ξανά από την αρχή, αν κι οι δύο σύντροφοι είμαστε αποφασισμένοι να αποτινάξουμε από τη θύμησή μας τα λάθη που έγιναν στο παρελθόν και που κατέστησαν μη βιώσιμη την πρώτη συνύπαρξή μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου