Ένας βάτραχος καθόταν και μαράζωνε που ο κύκνος τον κορόιδευε για την ασχήμια του. «Βρε βάτραχε, κρίμα το πράσινο χρώμα που κουβαλάς. Πάνω σου δείχνει γλοιώδες, αποκρουστικό, ντροπιαστικό», έλεγε ο υπερόπτης κύκνος κι ο καημένος ο βάτραχος προσπαθούσε να βρει μιαν απάντηση εξίσου προσβλητική για να του πει.
Κι έτσι, λοιπόν, άλλο πράμα δεν έκανε όλη μέρα απ’ το να σκέφτεται άσχημα πράματα για να πει και να κάνει στον κύκνο, ώστε να τον εκδικηθεί. «Θα του δείξω εγώ», συλλογιζόταν, και το πρόσωπό του σκοτείνιαζε. «Θα φέρω βρώμικο νερό απ’ τον ποταμό και θα τον λούσω μ’ αυτό, και να δούμε τότε, όταν θα βρωμοκοπάει από πάνω μέχρι κάτω, αν θα ‘χει μούτρα να μιλά για τη δική μου ασχήμια».
Και κίνησε, έτσι, με τον κουβά του κατά τον ποταμό για να συλλέξει το βρωμερό νερό που λαχταρούσε να πετάξει στον κύκνο. «Παλιόκυκνε, βρωμόκυκνε, σιχαμερέ κύκνε», μουρμούριζε και τότε άκουσε κάποιον να τον ρωτά: «Για ποιον μιλάς με τόσο θυμό, βάτραχέ μου;». «Για τον κύκνο, που κακό χρόνο να ‘χει, όλο με προσβάλλει και με υποτιμά για την ασχήμια μου».
«Ο κύκνος σε κοροϊδεύει για την ασκήμια σου;», του απάντησε, άναυδος. «Μα, αυτόν κάποτε όλοι τον περιγελούσαν για την απαίσιά του όψη. Για την ακρίβεια, παραλίγο να τον κρεμάσουν ανάποδα γι’ αυτήν. Ήταν μαύρος και το τρίχωμά του κατσαρό». «Κι ο κύκνος τι έκανε που τον κορόιδευαν;», ρώτησε ξαφνιασμένος ο βάτραχος. «Τι να έκανε, ο καημένος; Καθόταν σε μια γωνίτσα και κλαψούριζε».
Η καρδιά του βάτραχου τότε πιάστηκε. «Καημένε μου κύκνε», συλλογίστηκε και το μίσος που έτρεφε τόσο καιρό γι’ αυτόν, αφανίστηκε. Το πρόσωπό του, που ήταν σκοτεινό, όπως κι οι σκέψεις που έκανε για τον κύκνο, ευθύς ξαστέρωσε κι αυτό και με ελαφριά πια την καρδιά, δεν πήγε τελικά στο βρώμικο ποταμό.
Σαν αυτόν τον βάτραχο, λοιπόν, ξαλαφρώνουμε κι εμείς, αν αρχίσουμε, αν όχι να αγαπάμε, τουλάχιστον να κατανοούμε και να συμπαθούμε τους εχθρούς μας.
Καταρχάς, μόλις έμαθε ο βάτραχος τι είχε περάσει ο κύκνος, ευθύς ξαλάφρωσε, γιατί το αίσθημα συμπόνιας για το βάτραχο, παραμέρισε το μίσος που ένιωθε για εκείνον. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όσο εχθρικά συναισθήματα κι αν έχουμε απέναντι σε κάποιον, όταν σκεφτούμε πως υπέφερε στο παρελθόν, θα σταματήσουμε να παίρνουμε προσωπικά τις προσβολές του ή ο,τι άλλο λέει για εμάς, γιατί δε θα ‘ναι δυνατόν να πληγωθούμε από κάποιον που λυπόμαστε. Έτσι, δε θα μας νοιάζει να τον εκδικηθούμε για τα άσχημά του λόγια η έργα και θα μας φύγει κι η έγνοια αν μας έθιξε, να τον θίξουμε κι εμείς περισσότερο.
Επιπλέον, αν ξέρουμε πως ο εχθρός μας πόνεσε παλιότερα και τον συμπονούμε, τότε τον αφήνουμε να πάρει λίγο τα πάνω του κι ας είμαστε εμείς που θα δεχόμαστε τα κοροϊδευτικά του λόγια. Είναι σαν να του δίνουμε το δικαίωμα, κατά κάποιον τρόπο, να γίνεται προσβλητικός, μιας και γνωρίζουμε τι πέρασε και το ευχαριστιόμαστε μαζί του που τώρα πια μπορεί και παίρνει έναν πιο τραχύ ρόλο και που δεν μπορεί κάποιος να τον υποτιμήσει εύκολα, όπως παλιότερα.
Τέλος, αν δεν ήταν η ασχήμια του βάτραχου, κάποιον άλλο θα ‘βρισκε ο κύκνος για να εμπαίξει και να υποτιμήσει κι επομένως, ο βάτραχος μάλλον θεώρησε τον εαυτό του ως ένα μέσο που βρήκε ο κύκνος για να ξεσπάει κι έτσι έπαψε να τον μισεί. Όταν καταλάβουμε, λοιπόν, πως ο εχθρός μας μάς προκαλεί για μια δική του ανάγκη, κι όχι επειδή έχουμε κάτι αξιοκατάκριτο πάνω μας ή γιατί κάναμε πραγματικά κάποιο λάθος, δε θα νιώθουμε πια αρνητικά συναισθήματα για εκείνον και δε θα σκοτιζόμαστε να του αποδείξουμε πως είναι χειρότερός μας, μιας και η εχθρική του συμπεριφορά δεν έχει σχέση με εμάς.
Κι έτσι, λοιπόν, ο βάτραχος δε γέμισε τον κουβά του με βρώμικο νερό. Ο κύκνος όταν τον είδε δεν μπορούσε να μην του πει: «Καλύτερα φόρα τον στο κεφάλι τον κουβά σου, βάτραχε, να κρύψεις επιτέλους την ασκήμια σου». «Και δεν τον φοράω, βρε κύκνε;», του ‘πε γελαστά και έριξε τον κουβά του στο κεφάλι. Κι ο κύκνος, εκείνη τη στιγμή, σαν να ξαφνιάστηκε κι από τότε συνέχιζε να πειράζει το βάτραχο, μα όχι στα σοβαρά και κάπως με περισσότερη αγάπη, πια.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.