Ένας γάιδαρος ακολουθούσε πειθήνια τις διαταγές του επικεφαλής του και κουβαλούσε κιβώτια, μα κάποια στιγμή, η ράχη του πόνεσε. Προτού καλά-καλά προλάβει να εξωτερικεύσει το πρόβλημά του, όμως, ο επικεφαλής του τού είπε: «Γάιδαρε, δυό-τρεις κουβέρτες δίπλωσε στην πλάτη σου, ώστε τα κιβώτια να μην την καταπονούν τόσο».
Ο γάιδαρος εξεπλάγην με τη διορατικότητα του επικεφαλής του και με την τόσο σοφή του προτροπή. «Ω, τι χρήσιμη οδηγία», συλλογίστηκε, «ουδέποτε θα περνούσε απ’ το δικό μου μυαλό, με δυo κουβέρτες την αιχμηρότητα των κιβωτίων να αμβλύνω». Κι έτσι, τοποθέτησε τις κουβέρτες στην πλάτη του και πραγματικά σαν πιο εύκολο να του φάνηκε το κουβάλημα. Τότε ο θαυμασμός του για το συγκεκριμένο πρόσωπο μεγάλωσε κι άλλο, ωστόσο, μήτε που άνοιξε το στόμα του για να του πει δυο κολακευτικά σχόλια.
Σαν αυτόν τον γάιδαρο, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές και παρόλο που μπορεί να θαυμάζουμε τον επικεφαλής μας και τις υποδείξεις του, ωστόσο προτιμούμε να μην του πούμε όσα κολακευτικά πράγματα σκεφτόμαστε για εκείνον.
Καταρχάς, ο γάιδαρος δεν κολάκεψε τον επικεφαλής του, ενώ στ’ αλήθεια μέσα του τον θαύμαζε, καθώς δεν μπορούσε παρά να σκεφτόταν: «Μα αν του πω πως βρήκα εξαίρετη τη συμβουλή του, θα νομίζει πως θέλω να τον καλοπιάσω για να αποσπάσω τη συμπάθειά του. Και ποιος ξέρει, ίσως ακόμη να σκεφτεί πως το κάνω για να μου φορτώνει λιγότερα κιβώτια στη ράχη». Έτσι κι εμείς, λοιπόν, προτιμούμε να αποσιωπήσουμε τα λόγια θαυμασμού που αισθανόμαστε για τον επικεφαλής μας, μιας και δεν αντέχουμε τη σκέψη πως ίσως πιστέψει πως τον κολακεύσαμε για να εκμαιεύσουμε έτσι την εκτίμησή του και για να επωφεληθούμε απ’ αυτόν.
Επιπλέον, δεν προχωρούμε σε εκδηλώσεις θαυμασμού προς τον επικεφαλής μας, γιατί δε θέλουμε να μας περνά απ’ το μυαλό πως μια μεταγενέστερη επιτυχία μας, μπορεί να οφείλεται στη συμπάθεια που του εκβιάσαμε με τις κολακείες μας κι όχι επειδή πραγματικά την αξίζαμε. Θέλουμε, δηλαδή, να μπορούμε να χαρούμε μια πιθανή μας εξέλιξη χωρίς να τη μειώνει η υπόνοια πως έπαιξαν ρόλο σ’ αυτήν, ο εκθειασμός του επικεφαλής μας και η συνεχής έκφραση του θαυμασμού μας σ’ αυτόν.
Τέλος, ο γάιδαρος ίσως να φοβήθηκε να να πει στον επικεφαλής του αυτά που στ’ αλήθεια του περνούσαν από το μυαλό, μιας και δεν ήθελε να ‘ναι σαν όλους τους άλλους που τόσον καιρό πιθανώς να αποδοκίμαζε, πως πάνε με γλοιώδεις συμπεριφορές να έρθουν κοντά στον επικεφαλής τους και για να μην πουν και σ’ εκείνον αυτό, που οπωσδήποτε ο ίδιος θ’ απαντούσε σε μιαν ανάλογη εκδήλωση θαυμασμού: «Τον γλοιώδη. Σιγά την τόσο εξαίρετη οδηγία, που γι’ αυτήν χίλιους επαίνους έπρεπε να πει». Προκειμένου, λοιπόν, να μη γίνουμε σαν εκείνους που αποδοκιμάζαμε μετά βδελυγμίας πρωτύτερα πως επιστρατεύουν κάθε μέσο για να γίνουν αρεστοί, δεν εκφράζουμε το θαυμασμό μας στον επικεφαλής μας.
Κι έτσι, λοιπόν, ο θαυμασμός του γαϊδάρου στον επικεφαλής του ολοένα και δυνάμωνε μα ουδέποτε άνοιξε το στόμα του για να τον εκφράσει. Τη στιγμή, όμως, που θα έφευγε από τις υπηρεσίες του τού είπε συγκινημένος: «Ήταν τιμή μου υπό τις διαταγές σου, επικεφαλής μου, να υπηρετώ». Κι ο επικεφαλής του, τότε, αποκρίθηκε με το στόμα ανοιχτό: «Κι εγώ που νόμιζα απ’ το ανέκφραστό σου πρόσωπο, γάιδαρε, πως διόλου δεν επιδοκίμαζες τις συμβουλές μου τόσον καιρό…».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.