Ένα υπερήφανο άτι κοίταζε τα κιβώτια που έπρεπε να μεταφερθούν απ’ τους γαϊδάρους. Ήθελε να τα φορτώσει το ίδιο στη ράχη του, μπας και νωρίτερα τελείωνε έτσι η δουλειά τους. Ωστόσο, μερικές σκέψεις του δεν το άφηναν να κάνει αυτή την χαμερπή, κατά τα άτια, δουλειά: «Τι τους έχουμε τους γαϊδάρους; Σαν και του λόγου τους είμαι και θα κουβαλήσω εγώ; Άσε που θα γίνω και περίγελος στ’ απανταχού άτια, που θα με κακολογούν πως πάω να χαλάσω την πιάτσα και να εξισώσω τα άλογα με τους γαϊδάρους». Κι έπειτα: «Μα θαρρώ πως αν σηκώσω τα κιβώτια, κι οι ίδιοι οι γάιδαροι θα με θεωρούν πια ως όμοιό τους και στις διαταγές μου θα πάψουν να υπακούν».
Κι έτσι, λοιπόν, το άτι αποφάσισε πως το καλύτερο θα ‘ταν να διατηρήσει ακέραιη την υπερηφάνειά του και να μη μεταφέρει το ίδιο κιβώτια, προκειμένου να μην πληγεί το κύρος που διέθετε. Όμως, μια μέρα υπέκυψε στη διάθεσή του και την ίδια δουλειά με τους γαϊδάρους σήκωσε στη ράχη του. Τότε, άτια και γάιδαροι, το κοίταζαν με το στόμα ανοιχτό κι αυτό μέσα του έλεγε: «Το ‘ξερα πως έπειτα απ’ αυτό άτια και γάιδαροι θα με περιφρονούσαν».
Μα πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή του, όταν ένας γάιδαρος υποκλίθηκε έπειτα μπροστά του με τόση αφοσίωση, όση δεν είχε ποτέ άλλοτε επιδείξει. Και όταν το πλέον υπερήφανο άτι τού είπε με θαυμασμό: «Μπράβο σου, άλογο που τα στεγανά τόσων αιώνων με τόση δύναμη έσπασες και που έδειξες σ’ όλους πως όταν η υπερηφάνεια βρίσκεται στην καρδιά του αλόγου, κανένα κουβάλημα δεν μπορεί να τη μειώσει ή να την εξαλείψει. Αντιθέτως, πιο καμαρωτή υψώθηκε, μιας και σήμερα απέδειξες πως όταν ένα πλάσμα διαθέτει πραγματική αξιοπρέπεια, μπορεί να κάνει ακόμη και τη δουλειά που ως η πιο ταπεινή λογαριάζεται, δίχως στο ελάχιστο να ζημιωθεί η υπόληψή του».
Σαν αυτό το άτι, λοιπόν, νομίζουμε πως μια ενέργεια που φαντάζει κατώτερη των δυνατοτήτων μας θα μειώσει την υπόληψή μας, μα όταν προχωρούμε στην πραγματοποίησή της, βλέπουμε πως μας βγαίνει σε καλό, τελικά.
Καταρχάς, το υπερήφανο άτι φοβόταν πως αν προέβαινε στο κουβάλημα των κιβωτίων, που ήταν κατ’ εξοχήν δουλειά των γαϊδάρων, θα έπεφτε στο δικό τους επίπεδο και θα εξισωνόταν με ένα πλάσμα που θεωρείτο υποδεέστερό του. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, φοβόμαστε να κάνουμε μιαν ενέργεια, που θεωρούμε πως δεν είναι αντάξια των ικανοτήτων μας, μιας και πιστεύουμε πως θα μας ταυτίσει με πράγματα που είναι υποδεέστερα των δυνάμεών μας και πως θα μας κοτσαριστεί έπειτα απ’ αυτό ένας λιγότερο πομπώδης χαρακτηρισμός.
Επιπλέον, το άλογο δίσταζε να φορτώσει κιβώτια στη ράχη μιας και φοβόταν πως έτσι θα έχανε το κύρος του, καθώς περίμενε όλοι να πουν: «Τι σόι άλογο είν’ αυτό που αντί να διατάζει κάθεται και κουβαλά;». Κι έτσι, ανήσυχο μην τυχόν και πάψουν να το εκτιμούν ως άτι και να το υπακούν, δεν προέβαινε στην πραγματοποίηση της επιθυμίας του. Φοβούμενοι, λοιπόν, μη χάσουμε το κύρος μας και την υπόληψή μας, διστάζουμε να προβούμε σε ενέργειες, που δε συνηθίζονται απ’ τη θέση στην οποία βρισκόμαστε, μα κι επειδή ίσως μαχόμαστε ακόμη να επιβάλουμε τη δύναμή μας, θεωρούμε πως δεν πρέπει να παρεκκλίνουμε απ’ το επίπεδό μας, αν θέλουμε ν’ αποσπάσουμε τη γενική εκτίμηση.
Τέλος, φοβόμαστε να προχωρήσουμε σε μια ενέργεια που θεωρούμε πως δεν αρμόζει στο επίπεδό μας, μιας και ύστερα απ’ αυτήν σκεφτόμαστε πως ίσως γίνουμε αντικείμενο χλευασμού. Πόσο, δηλαδή, το άτι θα έτρεμε τα περιφρονητικά σχόλια απ’ τα υπόλοιπα άτια του τύπου: «Άτι που μια φορά κιβώτια στη ράχη αραδιάζει, με τους γαϊδάρους πιότερο ταιριάζει». Ανησυχούμε, επομένως, πως θα χάσουμε το σεβασμό των όμοιών μας και πως θα ‘μαστε αναγκασμένοι να δεχόμαστε την περιφρόνηση και τον εμπαιγμό τους επ’ άπειρον, μιας και δεν περιμένουμε να επιδοκιμάσουν μια δουλειά που έχει ταυτιστεί ως λίγη γι’ αυτούς.
Κι έτσι, λοιπόν, το υπερήφανο άτι διόλου δεν έχασε απ’ την αξιοπρέπειά του όταν έκανε τη δουλειά των γαϊδάρων. «Μπράβο στο άτι που δε διστάζει, τη δουλειά των γαϊδάρων ν’ αναλαμβάνει», έλεγαν, αντιθέτως, όλα τα πλάσματα, μόλις μάθαιναν την ξακουστή, πια, ενέργεια του αλόγου.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.