Μια κουκουβάγια ήθελε να πάρει ένα δέντρο μόνο για τον εαυτό της και να απαγορεύσει την είσοδο οποιουδήποτε άλλου σ’ αυτό. «Την άπληστη, τι θα το κάνει ολόκληρο δέντρο μοναχή της», έλεγε κάποιος για την απόφασή της. «Και μας το παίζει και σοφή και δίκαιη, εκεί είναι που ενίσταμαι εγώ», μουρμούριζε ένας άλλος.
Η κουκουβάγια με ταραχή άκουγε όσα λέγονταν για το πρόσωπό της. «Τόσο κακό είναι, που επιθυμώ έναν χώρο για εμένα; Δεν τον δικαιούμαι για τη συγκέντρωσή μου, με όλη αυτή τη σοφία που είμαι αναγκασμένη να μοιράζω σ’ όποιον μου τη ζητά; Γιατί, λοιπόν, άπληστη με αποκαλούν όλοι πίσω απ’ την πλάτη μου;», αναρωτιόταν, μα απ’ τον προβληματισμό της την έβγαλε μια αλεπού. «Φυσικά και δε μαρτυρά απληστία, κουκουβάγια μου, η επιθυμία σου. Έχεις μεγάλο χρέος στις πλάτες σου να επιτελέσεις και μόνο αν οι άλλοι βρίσκονταν στη δύσκολη θέση σου θα καταλάβαιναν πόσο αναγκαίο σου είναι ένα δέντρο δικό σου», της είπε ανακουφίζοντάς την.
Όλοι οι άλλοι βλέποντας την κουκουβάγια να μη λογαριάζει την άποψή τους κι αντιθέτως να λαμβάνει στα σοβαρά αυτά που της έλεγε μια πανούργα αλεπού για να την κολακέψει, έμεναν με το στόμα ανοιχτό: «Πώς είναι δυνατόν κοτζάμ κουκουβάγια, με τόσο μυαλό, να μην ξεχωρίζει την αντικειμενική άποψη απ’ την ποταπή γνώμη μιας αλεπούς που το μόνο που επιθυμεί είναι να την κολακέψει;».
Σαν αυτήν την κουκουβάγια, λοιπόν, υπολογίζουμε τη γνώμη κάποιου που το μόνο που θέλει είναι να μας κολακέψει, ακόμα κι αν αντιλαμβανόμαστε την πρόθεσή του και την υπερβολή στα λεγόμενά του.
Καταρχάς η κουκουβάγια δεν μπορεί κι από μόνη της να μην καταλάβαινε πως η απαίτηση να διαθέτει ένα δέντρο για λογαριασμό της ήταν παράλογη και πως υποδήλωνε μονάχα απληστία. Ωστόσο, βρήκε σωτήρια την παρέμβαση της αλεπούς, επειδή τόσο πολύ επιθυμούσε να πραγματοποιήσει αυτό που ήθελε και προκειμένου να μην ομολογήσει πως ήταν λάθος και να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση του δέντρου κι ενώ μέσα της ήξερε πως την παραπλανούσε απ’ το σωστό, εκείνη την ώρα τη βόλευε να την ακούσει και να καθησυχαστεί. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, βρίσκουμε σωτήριο τον ισχυρισμό κάποιου που επιθυμεί απλώς να μας κολακέψει, όταν έχουμε ανάγκη να μας εξαφανίσει τις αμφιβολίες και τους ενδοιασμούς μας για να πειστούμε ότι πρέπει να προβούμε στο λάθος που θέλουμε.
Επιπλέον, ένας κόλακας είναι αναγκαίος για την εικόνα που θέλουμε να βγάλουμε προς τα έξω, πως υπάρχουν άτομα που πειθήνια μας ακολουθούν και μας θαυμάζουν. Η δουλοπρέπεια που μπορεί να δείχνουν απέναντί μας μάς φαίνεται πως ανυψώνει πολύ την υπόληψή μας στον κόσμο, καθώς για να μας υπηρετούν με τόση αφοσίωση πάει να πει πως κάτι κάνουμε εξαιρετικά.
Τέλος, χρειαζόμαστε έναν κόλακα προκειμένου να ενδυναμώνει τις κατηγορίες που προσάπτουμε σε άτομα που δε συμπαθούμε. Ξέροντας πως ποτέ δε θα μας φέρει αντίρρηση και πως αντιθέτως θα βρει επιπρόσθετα επιχειρήματα για να κραταιώσει τις μομφές μας, σπεύδουμε σ’ αυτόν ώστε να ανακουφιστούμε απ’ την αμφιβολία «μήπως ήμασταν εμείς κάπου λάθος» για να δικαιωθούμε και ν΄ απαλλαγούμε απ’ τις τύψεις.
Κι έτσι, λοιπόν, η κουκουβάγια αφού άκουσε απ’ την αλεπού πως δίκαια θα κρατούσε το δέντρο για τον εαυτό της, προχώρησε υπερήφανα στην κατάκτησή του. Κάθε βράδυ, ωστόσο, μάταια έκλεινε τ’ αφτιά της ώστε οι ψίθυροι κατηγορίας που ακούγονταν απ’ όλους εις βάρος της να μη διαπερνούν τη συνείδηση και την καρδιά της.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.