Έχουμε μια πόρτα μπροστά μας. Πρέπει οπωσδήποτε να την ανοίξουμε, γιατί μέσα βρίσκεται η ευτυχία μας. Στο χέρι μας κρατάμε μια αρμαθιά κλειδιά. Τα δοκιμάζουμε ένα-ένα με λαιμαργία, όποιο δεν κάνει το πετάμε και προχωράμε κατευθείαν στο επόμενο κλειδί. Τα κλειδιά εξαντλούνται, η πόρτα δεν έχει ανοίξει ακόμη.
Φτάνουμε στο τελευταίο κλειδί. Εναποθέτουμε όλες τις ελπίδες μας πάνω του. Το βάζουμε μέσα στην κλειδαριά, όμως σκαλώνει κι αυτό. Το βάζουμε πάλι με πείσμα, θέλουμε να το αναγκάσουμε να ταιριάξει στην κλειδαριά και ν’ ανοίξει την πόρτα. Η πόρτα, όμως, όσο και να προσπαθούμε, παραμένει κλειστή. Λιμάρουμε το κλειδί, μπας κι εφαρμόσει έτσι καλύτερα. Το κλειδί, όμως, δεν είναι κατασκευασμένο γι’ αυτήν την πόρτα κι ούτε με το λιμάρισμα καταφέρνουμε ν’ αλλάξουμε το αποτέλεσμα, ν’ ανοίξουμε την πόρτα και να μπούμε στην ευτυχία μας.
Το ίδιο συμβαίνει κι όταν προσπαθείς να βάλεις έναν άνθρωπο, που δεν είναι φτιαγμένος για σχέση, να ταιριάξει σε μια σχέση. Όσο και να τον «λιμάρεις», προκειμένου να τον εφαρμόσεις σ’ αυτήν, δε θα τα καταφέρνεις, κάπου θα «σκαλώνει» πάντα.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, η πόρτα που θέλουμε ν’ ανοίξουμε οδηγεί στην «πετυχημένη σχέση». Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες κι αφού δεν κατάφερε κανένας άνθρωπος να μας ανοίξει την πόρτα και να μας πάει στη σωστή σχέση που επιθυμούσαμε, αποκτήσαμε την τάση να εναποθέτουμε όλες τις ελπίδες μας σ’ οποιονδήποτε θ’ ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις που ζητάμε.
Αν μας «κάνει», βιαζόμαστε να τον βάλουμε στην κλειδαριά, για ν’ ανοίξει την πόρτα. Όταν βλέπουμε ότι δεν μπορεί να το κάνει, δε σταματάμε να προσπαθούμε, τον βάζουμε ξανά και ξανά στην κλειδαριά, δοκιμάζουμε κάθε πιθανή τοποθέτηση, τον λιμάρουμε αν χρειαστεί. Κι εκεί που νομίζουμε καμιά φορά ότι ταίριαξε κι ετοιμαζόμαστε να τον «γυρίσουμε» για να ξεκλειδώσει την πόρτα, σκαλώνει ξανά. Δεν μπορεί να μας ανοίξει την πόρτα, ούτε να μας δώσει τη σχέση που ζητάμε.
Η συμβίωση μ’ έναν άνθρωπο που δεν είναι καμωμένος για να βρίσκεται σε σχέση, είναι μάταιη κι επίπονη ταυτόχρονα. Πρόκειται για ένα δύσκολο αγώνα που μας καταπονεί, αφού το έργο που έχουμε να κάνουμε στοχεύει στο αδύνατον: στη μετάλλαξη κάποιου ανθρώπου, προκειμένου να ταιριάξει σ’ αυτά που εμείς ζητάμε.
Επικεντρωνόμαστε, έτσι, στο αποτέλεσμα που επιδιώκουμε, προσπερνώντας τις σοβαρές ενδείξεις που έχουμε, ότι ο άνθρωπος που είναι «μαζί» μας, δεν μπορεί ν’ αντεπεξέλθει σε μια σχέση. Ο οργανισμός του αντιδρά σε κάθε απόπειρά μας να τον φέρουμε ουσιαστικά κοντά μας κι απομακρύνεται όταν προσπαθούμε να τον «κατοχυρώσουμε» δίπλα μας.
Μέσα σ’ αυτά που προσπερνάμε, συμπεριλαμβάνεται κι η άσχημη συμπεριφορά του απέναντί μας. Δεν είναι συνηθισμένος να δίνει και δεν μπορούμε να έχουμε ούτε τα αυτονόητα μαζί του. Αντιθέτως, εμείς προσφέρουμε ανεξέλεγκτα ό,τι έχουμε κι ό,τι δεν έχουμε ακόμη, προκειμένου να τον ευχαριστήσουμε και να καλύψουμε το κενό απ’ τη δική του συναισθηματική φειδώ.
Μερικές φορές, όμως, εμφανίζει δείγματα καλής θέλησης και φαίνεται πρόθυμος κι ο ίδιος να μπει στα καλούπια μιας σχέσης και να ταιριάξει σ’ αυτήν. Τότε, βιαζόμαστε να εξωραΐσουμε το βήμα που έκανε και να πιστέψουμε ότι, επιτέλους, θ’ «ανοίξει την πόρτα» μας. Η προσπάθειά του, όμως, θα καταποντιστεί προτού προλάβει να φέρει κάποιο αποτέλεσμα και δε θ’ αργήσει να γυρίσει στην παλιά, απρόθυμη για σχέση, συμπεριφορά του.
Το ένστικτό μας, σε κάθε περίπτωση, μας προστάζει ν’ απομακρυνθούμε από κοντά του, αλλά η επιθυμία να πετύχει η σχέση μαζί του είναι δυνατότερη κι εκτοπίζει τη διαίσθηση που έχουμε. Κάποτε, όμως, θ’ αντιληφθούμε την πραγματικότητα. Θα κοιτάξουμε πρώτα την πόρτα μας και μετά εκείνον. Θα δούμε ότι ήταν φτιαγμένος, τελικά, για ν’ ανοίγει άλλη πόρτα κι εμείς τον «λιμάραμε» άδικα τόσο καιρό.
Αν, όμως, έχει λιμαριστεί κι ο άνθρωπος που ταιριάζει στη δική μας κλειδαριά; Πώς θα μπορέσει μετά ν’ ανοίξει την πόρτα μας;
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου