Μια ζέβρα βάλθηκε να κάνει παρέα με ένα άλογο κι όταν πια είχαν έρθει για τα καλά κοντά, άρχισε να του λέει και πράγματα κάπως πιο προσωπικά. «Άλογό μου, τι πλάσματα είναι αυτά τα άλογα οι φίλοι σου;», το ρωτούσε, λοιπόν. «Σαν να μου φαίνεται πως γι’ άλλο πράμα δε σκοτίζονται παρά για το αν έστρωσε η χαίτη τους καλά και αν το ένα πέρασε σε ταχύτητα το άλλο. Πάλι καλά που εσύ, φίλε μου, δεν είσαι σαν αυτά και που έχεις και συναισθήματα πιο αληθινά».
Και, τότε, το άλογο ξεκίνησε να παρατηρεί πιο προσεκτικά τα άλλα άλογα. «Πόσο δίκιο έχει τελικά η ζέβρα», σκεφτόταν, μιας και τα έβλεπε στ’ αλήθεια να φροντίζουν για όλα αυτά που η ζέβρα τα κατηγορούσε. Ώσπου, κάποια στιγμή, τους είπε κιόλας: «Αχ, πόσο κουράστηκα να σας βλέπω. Και σιγά τη χαίτη που έχετε, δηλαδή, για να την περιποιείστε με τόση περηφάνια. Τρίχες είναι, όχι χρυσάφια».
Τα άλογα ευθύς κόρωσαν και του είπαν: «Λόγια της ζέβρας είν’ αυτά που έρχεσαι τώρα άλογο και μας τσαμπουνάς. Μα, δεν καταλαβαίνεις πως ζηλεύει που γεννήθηκε ζέβρα κι όχι άλογο και γι’ αυτό κάθεται και μας κακολογεί σε σένα; Και τι κακό, δηλαδή, έχει που φροντίζουμε τη χαίτη μας και πρέπει γι’ αυτό να νιώθεις μίσος και να απομακρύνεσαι από εμάς;»
Μα το άλογο είχε πια γοητευτεί για τα καλά απ’ τη ζέβρα και δεν μπορούσαν να του αλλάξουν γνώμη και να κερδίσουν τη συμπάθειά του ξανά. Ωστόσο, ύστερα από λίγο καιρό, όταν πήγαινε βόλτα με τη ζέβρα, δεν μπορούσε να τρέξει σαν σίφουνας, όπως έκανε με τ’ άλογα και σαν να ένιωθε κάποιο κενό απ’ αυτό.
Σαν αυτήν τη ζέβρα, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές και προσπαθούμε να απομακρύνουμε το σύντροφό μας απ’ αυτούς που εμείς αντιπαθούμε, παρουσιάζοντάς τους ως αξιοκατάκριτους.
Καταρχάς, η ζέβρα, αφού απέσπασε το άλογο απ’ τους φίλους του, φάνηκε στο τέλος πως δεν μπορούσε να αναπληρώσει εκείνο που αυτοί του πρόσφεραν, μιας και μαζί της δεν έτρεχε γρήγορα, όπως του άρεσε και όπως μόνο με τα άλογα μπορούσε να κάνει. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν προσπαθούμε να αποκόψουμε το σύντροφό μας από κάποιον που εμείς αντιπαθούμε, τότε ίσως να μην μπορούμε να καλύψουμε το κενό που θα έχει η απουσία του, μιας και μπορεί να μη διαθέτουμε εκείνο το χαρακτηριστικό, που γι’ αυτό τον επέλεξε για φίλο του. Κι έτσι, εκεί που θα αποτεινόταν σ’ αυτόν για ένα πρόβλημά του που ήξερε πως θα του το έλυνε, θα έρθει αναγκαστικά σ’ εμάς, μα πολύ πιθανόν, να μην μπορούμε να τον βοηθήσουμε.
Επιπλέον, ξεκόβουμε το σύντροφό μας απ’ αυτούς που εμείς αντιπαθούμε, όχι επειδή έχουν στ’ αλήθεια κάτι αξιοκατάκριτο πάνω τους, παρά λόγω του δικού μας αισθήματος κατωτερότητας και της ζήλιας μας για εκείνους. Δηλαδή, πιστεύουμε πως είμαστε κατώτεροί τους και φοβόμαστε να συνυπάρξουμε και να συγκριθούμε μαζί τους, καθώς είμαστε σίγουροι πως, οπωσδήποτε, θα φανεί η διαφορά μας και θ’ αποδειχθεί πως υστερούμε πραγματικά σε σχέση με αυτούς.
Τέλος, ποιοι είμαστε εμείς που θα πούμε στο σύντροφό μας πως ο τάδε είναι κακός και ο δείνα ακόμη πιο κακός και πως πρέπει, αμάν και ντε, να πάψει να τους συναναστρέφεται; Ακόμη και στην περίπτωση, δηλαδή, που μπορεί να έχουμε δίκιο και να έχουν κάνει κάτι αξιόμεμπτο, δε μας πέφτει λόγος, μιας κι ο σύντροφός μας τα βρίσκει μαζί τους. Ή ας τον αφήσουμε να τους καταλάβει από μόνος του, αφού είναι τόσο κακοί πια, και να απομακρυνθεί με τη θέλησή του απ’ αυτούς.
Κι έτσι, λοιπόν, το άλογο όλο ήθελε να τρέξει μα δεν μπορούσε, μιας και φοβόταν μην τυχόν κι ερέθιζε τη ζέβρα και του έλεγε: «Τι έγινε, άλογο; Πήραν και τα δικά σου μυαλά αέρα, όπως των φίλων σου κι αρχίζεις κι εσύ να κάνεις επίδειξη ταχύτητας;».
Όμως, κάποια στιγμή, δεν άντεξε άλλο, και πήγε να τρέξει με τους φίλους του. Είδε τότε και μόνο του πως δεν ήταν τόσο κακό που τ’ άλογα ήθελαν να έχουν μια όμορφη χαίτη και που έτρεχαν τόσο δυνατά και πως η ζέβρα άδικα και απ’ τη ζήλια της το έκανε να τα μισεί. Κι η ζέβρα, από τότε, έσκαγε απ΄το κακό της, που έπαψε να την ακούει και να επηρεάζεται απ’ αυτήν.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.