Ένας ιπποπόταμος πατούσε το πόδι του στη στεριά κι όλα τα πλάσματα συναθροίζονταν γύρω του, γιατί αρέσκονταν να σπάνε πλάκα μαζί του, μιας και τα κατάφερνε καλά με τα αστεία. «Χαρωπέ ιπποπόταμε», του έλεγαν, «μια χαρά το συντηρείς το πελώριο κορμί σου». Ο ιπποπόταμος που ουδέποτε έδειχνε να προσβάλλεται απ’ τα πειράγματά τους, αποκρινόταν: «Ας είν’ καλά το νερό, πλάσματά μου, που ολάκερο με χώνει και επιτρέπει στο κορμί μου άφοβα να μεγαλώνει».
Ο ιπποπόταμος, λοιπόν, έκανε τους πάντες να ξεκαρδίζονται με τη σκωπτική διάθεσή του και με τα ευφυολογήματά του, εξού και τον ονόμασαν χαρωπό. Κι έτσι, όταν χωνόταν έπειτα μες το νερό, κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί πως η στάθμη του ανέβαινε απ’ τα δάκρυα του ιπποπόταμου που έπεφταν ασταμάτητα, μιας και ποτέ δε θα τους περνούσε απ’ το μυαλό πως θα μπορούσε να κλάψει και να πικραθεί ένα τόσο χαρωπό πλάσμα.
Σαν αυτό τον ιπποπόταμο, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές, και είναι διαφορετική η εικόνα μας όταν βρισκόμαστε μπροστά στους άλλους απ’ όταν είμαστε μόνοι μας.
Καταρχάς, όλοι απέδιδαν στον ιπποπόταμο το χαρακτηρισμό του «χαρωπού» κι εκείνος μάλλον θαρρούσε πως όφειλε να τον υπερασπιστεί. Έτσι κάθε φορά που του έλεγαν ένα αστείο κι εκείνος μέσα του πικραινόταν, σκεφτόταν πως θα ‘πρεπε ως χαρωπός να απαντήσει κι όχι να πει τι πραγματικά αισθανόταν. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν έχουμε ταυτιστεί με ένα συγκεκριμένο χαρακτηρισμό, φερόμαστε όπως αρμόζει στην ιδιότητα που μας απέδωσαν και δε δείχνουμε τα πραγματικά μας αισθήματα, προκειμένου να μη χαλάσουμε την εικόνα που έχουν για εμάς.
Επιπλέον, ίσως ο ιπποπόταμος να μην ήθελε να πει πως τον ενοχλούσαν τα αστεία τους και να περίμενε να μπει στο νερό για να αφεθεί, προκειμένου να μην του αποδοθούν οι ταπεινωτικοί για εκείνον χαρακτηρισμοί του «μυγιάγγιχτου» και του «ανασφαλή». Δηλαδή, μπροστά σε άλλους δε δείχνουμε πως μας ενοχλεί μια κατάσταση, καθώς δε θέλουμε να είμαστε σαν εκείνους που «όλα τους πειράζουν» και που «ούτε ένα αστείο δεν μπορούν να δεχθούν». Κι έτσι, κανένας δεν μπορεί να φανταστεί πως αυτό το ακομπλεξάριστο πλάσμα όταν μένει μόνο του ολοφύρεται για όσα το πείραξαν.
Τέλος, μέσα σε ένα περιβάλλον με σκωπτική διάθεση σαν αυτό που συναντούσε στη στεριά, ο ιπποπόταμος δεν μπορούσε να εκφράσει τα αισθήματα δυσφορίας και κατήφειας που τον διακατείχαν μες το νερό. Αποσιωπούσε, λοιπόν, την κακή διάθεσή του μιας και θα ‘ταν παράταιρο να την εξωτερικεύσει. Κι εμείς, επομένως, δε δείχνουμε μπροστά στους άλλους πώς στ’ αλήθεια είμαστε μέσα μας για να ταιριάξουμε με τη γενική διάθεση που επικρατεί, δείχνοντας πολλές φορές παντελώς διαφορετικά αισθήματα.
Κι έτσι, λοιπόν, ο χαρωπός ιπποπόταμος βγήκε πάλι στη στεριά κι άρχισαν όλοι να του λένε: «Τα βαριά βήματά σου θα τρυπήσουν κάποια μέρα τη γη και στα έγκατά της θα βρεθείς». Ο ιπποπόταμος, τότε, με το χαμόγελό του που ήταν, ως συνήθως, κοτσαρισμένο ως τ’ αφτιά, είπε: «Αν στα βάθη της βρεθώ, μη λησμονάτε να μου προσκομίζετε φαγητό». Μα όταν μέσα στο νερό ύστερα βυθίστηκε, το χαμόγελό του ευθύς αφανίστηκε: «Ας τρυπήσουν τα βήματά μου τη γη και για πάντα εκεί μέσα ας χωθώ, ώστε ποτέ ξανά να μη χρειαστεί αυτό το ανόητο χαμόγελο να δανειστώ».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.