Είμαστε μια κλειστή τουλίπα, που σε λίγο καιρό θα ανθίσουμε. Όλα δείχνουν πως μάλλον θα ‘μαστε μία απ’ τις σπάνιες μαύρες τουλίπες κι είναι όλοι σκυμμένοι πάνω απ’ το κεφάλι μας. Μία μας βάζουν στην υγρασία, μία μας βγάζουν. Πότε μας εκθέτουν στο φως, πότε μας κρύβουν απ’ αυτό και, γενικά, με απαράμιλλη τακτικότητα, σπεύδουν να κάνουν το καλύτερο που μπορούν για εμάς, για να ικανοποιήσουν όλες μας τις ανάγκες.
Παρόλο, λοιπόν, που οπωσδήποτε εκτιμάμε δεόντως το ενδιαφέρον τους και που, φυσικά, γνωρίζουμε πως το κάνουν για το καλό μας, ωστόσο, η υπερβολική διάθεσή τους να μας περιποιηθούν και να μας προσφέρουν όχι απλώς το καλύτερο που μπορούν, αλλά ίσως και κάτι παραπάνω απ’ αυτό, μας κάνει να δυσφορούμε και να ανησυχούμε που ‘ναι τόσο καλοί μαζί μας.
Σ’ αυτό το σημείο, λοιπόν, θα δούμε τι άλλο, εκτός απ’ την αχαριστία, φυσικά, μας κάνει να μη θέλουμε να ‘ναι οι άλλοι υπερβολικά καλοί απέναντί μας και να δυσφορούμε με την καλοπροαίρετη φροντίδα, που ‘ναι πρόθυμοι να μας παρέχουν χωρίς τελειωμό.
Καταρχάς, μπορεί να μας κατατρώει ο φόβος πως τελικά μπορεί να μην είμαστε το θαύμα της φύσεως που περιμένουν να ανθίσει μπροστά στα μάτια τους. Το ενδεχόμενο, δηλαδή, να μην καταφέρουμε να εκπληρώσουμε τις προσδοκίες τους μας κάνει να μη θέλουμε τη φροντίδα τους, γιατί μετά μπορεί να πουν πως δεν αξίζαμε την περιποίησή τους και να μετανιώσουν για όσα μας πρόσφεραν.
Η περίπτωση να αποδειχθούμε αργότερα κατώτεροι αυτού που πίστευαν για εμάς και για το οποίο ήταν τόσο περιποιητικοί μαζί μας, μας κάνει να μη θέλουμε απ’ την αρχή την καλοκαρδοσύνη τους, για να γλυτώσουμε τον εαυτό μας απ’ τη στιγμή που θα τους δούμε ν’ απογοητεύονται και ν’ αντιλαμβάνονται πως δεν άξιζε να ‘ναι τόσο καλοί μαζί μας.
Απ’ την άλλη, όταν οι άλλοι είναι υπερβολικά καλοί μαζί μας, είναι σαν να μας αναγκάζουν να αισθανθούμε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό το μεγαλειώδες πράγμα που μας προσφέρουν και που επιδίδονται σε τόσο αφιλοκερδείς φροντίδες για εμάς. Και, φυσικά, είμαστε πρόθυμοι ν’ ασπαστούμε αυτό το οπωσδήποτε εξαιρετικό συναίσθημα και να σταθούμε ευγνώμονες σε όσους συνεισφέρουν στο καλό μας, μα να μας λείπει όταν θα πρέπει αναγκαστικά να το νιώσουμε κι αναγκαστικά να εξυμνούμε κιόλας, σ’ όλη μας τη ζωή, την άφταστη καλοσύνη που μας έδειξαν. Το ότι, δηλαδή, θα χαρακτηριστούμε αχάριστοι –που χωρίς αμφιβολία είμαστε– αν δεν αισθανθούμε τα εξαιρετικά πράγματα που οφείλουμε για το καλό που μας κάνουν, μας κάνει να μη θέλουμε να τα νιώσουμε, τελικά.
Τέλος, όταν κάποιος δείχνει υπερβολική καλοσύνη απέναντί μας μάς κάνει να δυσφορούμε, γιατί τότε θα πρέπει να του δείξουμε κι εμείς μια εξίσου υπερβολική καλοσύνη. Το γεγονός πως θα ‘μαστε υποχρεωμένοι να του φερθούμε το ίδιο υπερβολικά καλά, μας κάνει να προτιμούμε να μας μεταχειριστεί λιγότερο όμορφα, ίσως ακόμη κι άσχημα, προκειμένου να μας απαλλάξει απ’ το βαρύ καθήκον των καλών πράξεων που θα πρέπει οπωσδήποτε να τους επιστρέψουμε, ως απάντηση στις δικές του ευγενικές ενέργειες.
Παίρνοντας, λοιπόν, το ρόλο της ενδεχόμενης μαύρης τουλίπας ξανά βλέπουμε πως θα προτιμούσαμε χίλιες φορές να μας άφηναν στη μοίρα μας, να ανθίζαμε χωρίς σκοτούρες, παρά να επιδίδονταν σε τόσες φροντίδες και περιποιήσεις για εμάς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη