Δυο μάτια βρίσκονται μόνα μέσα σε τέσσερις τοίχους. Πολύ γρήγορα, εντοπίζουν τα ελαττωματικά σημεία του τοίχου, παίρνουν το σοβά και ξεκινούν δουλειά. Τα ραγίσματα δεν αργούν να εξαφανιστούν και τα γκρεμισμένα μέρη να αποκατασταθούν. Τα μάτια λάμπουν από ευχαρίστηση και κλείνουν για να ξεκουραστούν.
Όταν ανοίγουν ξανά όμως και βλέπουν τον τοίχο, αντιλαμβάνονται ότι δεν έχει γίνει και τόσο καλή δουλειά τελικά. Πέφτουν νέα ραγίσματα στην αντίληψή τους κι έτσι σοβαντίζουν τον τοίχο γι’ άλλη μια φορά. Όλα καλά και πάλι, λοιπόν, μέχρι τα μάτια να κλείσουν και ν’ ανοίξουν ξανά. Κάθε φορά που ξανανοίγουν και κοιτάζουν πιο εξονυχιστικά τον τοίχο, ξεθάβουν κι άλλα προβληματικά σημεία του, που δε θα γίνονταν, όμως, ποτέ αντιληπτά με μια πρώτη ματιά. Τα μάτια, έτσι, εγκλωβισμένα μέσα στους τέσσερις τοίχους, βυθίζονται σε μια αδιάκοπη μάχη για να τελειοποιήσουν ένα τοίχο, που δεν μπορεί και δε χρειάζεται να τελειοποιηθεί.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει κι όταν αποφασίζουμε να απομονωθούμε, να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας και να στρέψουμε τα μάτια μας αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτόν. Με τον ίδιο τρόπο που ο τοίχος με μια πρώτη εξέταση βελτιώθηκε κι αναβαθμίστηκε, έτσι θα εξελιχθεί στην αρχή κι ο εαυτός μας. Με την αδιάκοπη μελέτη του, όμως, ελαττωματικά του σημεία, αδιόρατα υπό κανονικές συνθήκες, θα εντοπιστούν και θα έρθουν στην επιφάνεια.
Με κάθε καινούργια εξέταση του εαυτού μας κι ένα νέο τρωτό χαρακτηριστικό μας θ’ αποκαλύπτεται. Θα παίρνουμε τότε το σοβά για να το εξαλείψουμε. Μόλις, όμως, θα τελειώνουμε μ’ αυτό, κάτι άλλο θα βρίσκουμε πάντα, που θα χρήζει, κατά την άποψή μας, «σοβαντίσματος».
Θα ερχόμαστε, έτσι, αντιμέτωποι κάθε μέρα με ένα ανανεωμένα ελαττωματικό εαυτό, αφού όλη η προσοχή μας θα διοχετεύεται πάνω του και θα τον ξεψαχνίζει. Θα τον βλέπουμε σαν μέσα από μεγεθυντικό φακό, εξού και τα αδιόρατα «ραγίσματα», που θα φέρνουμε στο φως.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, θα μεγενθύνουμε τις ατέλειές μας, θα δίνουμε μεγαλύτερες διαστάσεις στα μειονεκτήματά μας και θα ντρεπόμαστε τελικά για τον ίδιο τον εαυτό μας. Όταν αποφασίζουμε να τον παρουσιάσουμε, θα έχουμε συνέχεια το μυαλό μας στα «ασοβάντιστα ραγίσματά» μας και θα πιστεύουμε ότι όλοι μπορούν να τα δουν και να τα εμπαίξουν, με αποτέλεσμα, έτσι, η απομόνωση να φαίνεται η πιο ασφαλής κι ανώδυνη επιλογή.
Θα γυρίσουμε πάλι στην απομόνωση, λοιπόν, θα σοβαντίζουμε αδιάκοπα τον τοίχο μας, ο σοβάς θα στοιβάζεται ξανά και ξανά στην επιφάνειά μας και θα μας επιβαρύνει. Όσο θα βλέπουμε όρθιο τον τοίχο μας, όμως, δε θα καταλαβαίνουμε πόσο σημαντική βλάβη υφίσταται απ’ όλες τις στρώσεις σοβά που του φορτώσαμε.
Επικεντρωμένοι στα αδιόρατα κι ασήμαντα προβλήματα που εκμαιεύσαμε για να εξουδετερώσουμε στη συνέχεια και μαχόμενοι για να έχουμε έναν αψεγάδιαστο «τοίχο», θα παραλείψουμε ν’ αναρωτηθούμε για την αντοχή του τοίχου μας. Σηκώνει, δηλαδή, το σοβάντισμα που του χρεώσαμε; Μπορεί να σηκώσει το βάρος τόσου σοβά;
Η απάντηση θα έρθει όταν θα ‘ναι πια αργά και θα βρει συντρίμμια μπροστά της. Ο τοίχος θα καταρρεύσει, θα γκρεμιστεί απ’ τις βάσεις του και θ’ αφήσει μόνο τούβλα που θα πρέπει να οικοδομηθούν ξανά από την αρχή.
Ο εαυτός μας θα σπάσει, λοιπόν, απ’ τη συνεχόμενη πίεση που θα δέχεται για να διορθώσει κάθε προβληματικό χαρακτηριστικό του, που θα βγάζουμε μ’ αδιάλειπτο ρυθμό στην επιφάνεια. Δε θ’ αντέξει την επίγνωση πως όσο και να «σοβαντιστεί», ποτέ δε θα απαλλαγεί απ’ τα «ραγίσματά» του. Ίσως, αν δε σοβαντιζόταν να άντεχε, ή, αν σοβαντιζόταν όσο άντεχε, να μην γκρεμιζόταν.18
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή