Ένα σώμα παρασύρεται στα ορμητικά νερά του ποταμού. Δύο άνθρωποι τρέχουμε από τη στεριά για να το πιάσουμε και να το βγάλουμε έξω. Καταφέρνουμε να το γραπώσουμε, αλλά η δύναμη που πρέπει να βάλουμε είναι μεγάλη, γιατί η ορμή του ποταμού δε μας αφήνει να το ανεβάσουμε σε στέρεο έδαφος. Το τραβάμε, λοιπόν, με ένταση και οι δύο, όμως η κούραση μας καταβάλλει.
Ο ένας από τους δύο, έτσι, κάποια στιγμή εξουθενώνεται, εγκαταλείπει την προσπάθεια και αφήνει το σώμα. Μένουν, τότε, μόνο τα δικά μας χέρια να το κρατούν, να προσπαθούν να το βγάλουν από τον ποταμό και να το σώσουν. Όσο το βλέπουμε ζωντανό, δε σταματάμε να προσπαθούμε, όμως οι ελπίδες, εκ των πραγμάτων, έχουν μειωθεί από την ώρα που τα δύο άλλα χέρια, έπαψαν να κρατούν το σώμα.
Αν υποθέσουμε, τώρα, ότι το σώμα είναι μια σχέση που ακολουθεί την ίδια πορεία και οδεύει, δηλαδή, προς τον πνιγμό και την καταστροφή. Τότε, οι δύο άνθρωποι που προσπαθούμε να τραβήξουμε το σώμα στη στεριά, είμαστε οι δύο σύντροφοι, που μαχόμαστε προκειμένου να σώσουμε τη σχέση μας.
Όμοια με το σώμα στο ποτάμι, λοιπόν, έχουμε πολύ περισσότερες πιθανότητες να τα καταφέρουμε, όταν και οι δύο μαζί προσπαθούμε να βγάλουμε τη σχέση μας «στη στεριά». Οι λόγοι, ωστόσο, που αναγκάζουν τον ένα να παρατήσει τις προσπάθειες και να εγκαταλείψει τη σχέση είναι κατανοητοί, όπως επίσης και οι αιτίες που ο άλλος δε σταματά να προσπαθεί, όσο βλέπει πως το σώμα, άρα το συναίσθημα στην προκειμένη περίπτωση, παραμένει ζωντανό.
Για να φτάσει μια σχέση ένα βήμα πριν τον «πνιγμό», τότε σημαίνει πως υπήρχαν δυσκολίες κι ότι προηγήθηκαν αλλεπάλληλες προσπάθειες, προκειμένου να κρατηθεί ζωντανή. Όταν είμαστε από την πλευρά του συντρόφου που εγκαταλείπει τη σχέση ενώ το συναίσθημα του είναι ακόμη ζωντανό, σημαίνει πως εξουθενωθήκαμε από τις πολλές προσπάθειες, που αποδείχτηκαν, τελικά, μάταιες. Η σχέση, μας επιβάρυνε και το βάρος που έπρεπε να «τραβήξουμε», αποδείχθηκε μεγαλύτερο από τις δυνάμεις μας.
Το γεγονός πως έχουμε ήδη καταδικάσει σε πνιγμό, την «όχι ακόμη πνιγμένη» σχέση, είναι μια ακόμη αιτία που μας κάνει να σταματάμε να προσπαθούμε για να τη σώσουμε. Προδικάζουμε το τέλος της κι αφού υποθέτουμε πως πρόκειται για «τελειωμένη υπόθεση», τότε δεν μπαίνουμε ξανά στη διαδικασία διάσωσής της.
Μεταφερόμαστε, τώρα, στην πλευρά του συντρόφου, που επιμένει και προσπαθεί μέχρι τέλους να σώσει τη σχέση. Όταν έχουμε αυτό το ρόλο, επενδύουμε στα συναισθήματα, που είναι ακόμη ζωντανά. Εφόσον υπάρχουν, δεν τα αφήνουμε να καταπνιγούν, αλλά αντιθέτως, κάνουμε τα πάντα για να τα επαναφέρουμε σε στέρεο έδαφος.
Σ’ αυτή την περίπτωση, οι ελπίδες για τη θετική έκβαση της σχέσης δεν υποτιμούνται και δε χάνονται. Η κούραση, που δεν μπορεί παρά να υπάρχει και σ’ αυτή την πλευρά εξίσου αποθαρρυντικά, δεν μπορεί να αποδυναμώσει τη θέλησή μας και να εξοστρακίσει την πεποίθησή μας, πως «αφού το συναίσθημα είναι ζωντανό, τότε υπάρχουν ακόμη ελπίδες».
Τελειώνοντας, πρέπει να παρατηρήσουμε πως, όπως δύο άνθρωποι μαζί θα είχαμε μεγαλύτερες πιθανότητες να βγάζαμε στη στεριά ένα σώμα που είχε παρασυρθεί σε ορμητικά νερά, έτσι και σε μια σχέση, όταν προσπαθούμε και οι δύο σύντροφοι να τη σώσουμε, ενισχύουμε το ενδεχόμενο διάσωσής της.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή