Βάζεις το χέρι σου στη φωτιά. Ο πόνος είναι οξύς και το κάψιμο ακαριαίο. Ο πόνος, όμως, θα μειώνεται όσο η πληγή επουλώνεται. Κι όταν τελικά η πληγή θεραπευτεί, ο πόνος θα εξαλειφθεί οριστικά κι ανεπίστρεπτα.
Το σημάδι, τότε, που θα μείνει, θα ‘ναι η μοναδική ένδειξη που θα μαρτυρά ότι κάποτε είχες βάλει το χέρι σου στη φωτιά. Κι όσο και να ξύνεις τη θεραπευμένη πληγή, ο πόνος δε θα επανέρχεται. Τίποτα δε θα μπορεί να σου υπενθυμίσει πώς ένιωσες όταν ακουμπούσες στη φωτιά κι ας ήταν τόσο δυνατή η εντύπωσή σου.
Αν αλλάξεις τώρα το πρόσημο στον πόνο, θα έχεις την «ευχαρίστηση» και δώσε και στη φωτιά, τη μορφή του «έρωτα». Θα βάλεις τότε το χέρι σου στον έρωτα και θα «καείς» ακαριαία απ’ αυτόν. Θα έχεις στη θέση της πληγής τον «κεραυνοβόλο έρωτα», που όπως η πληγή έμελλε να επουλωθεί, έτσι κι ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι καταδικασμένος στο τέλος να εξαφανιστεί.
Όταν πρόκειται για κεραυνοβόλο έρωτα, το τέλος είναι συνήθως προδιαγεγραμμένο. Έχεις να αντιμετωπίσεις μια αγάπη που βιάστηκε να πάρει σάρκα κι ένα συναίσθημα που ξεκίνησε στη μέγιστη δυνατή μορφή του, για να μην μπορεί παρά να μειωθεί στη συνέχεια.
Οι βάσεις του συνήθως τρικλίζουν, καθώς χτίζονται στις εικασίες που κάνεις για το άτομο που συναντάς και σε όσα φαντάζεσαι ότι θα το αντιπροσωπεύουν. Δεν επιτρέπεις στο χρόνο να φανερώσει την πραγματικότητα για να μπορείς να επιβεβαιώσεις τα χαρακτηριστικά που υποθέτεις.
Απομονώνεις μόνο τα ωραία στοιχεία και βιάζεσαι να επισφραγίσεις τη «γνησιότητά» τους, προκειμένου να μη διαψευθούν. Δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου δεύτερες σκέψεις και αμφιβολίες και στηρίζεις την κρίση σου στη «δυνατή εντύπωση» της πρώτης στιγμής.
Η δυνατή εντύπωση, όμως, θα καταρριφθεί εν καιρώ. Είναι πολλά αυτά που φαντάστηκες για να μπορούν να είναι όλα αληθινά κι η εικόνα που σχημάτισες για το άτομο που ερωτεύθηκες, σιγά σιγά θα αποσυντίθεται. Κι όσο θα αναδύεται η πραγματικότητα και θα θρυμματίζονται οι υποθέσεις σου, ο έρωτάς σου, εκ των πραγμάτων, θα φθίνει.
Θα προσπαθείς τότε να τον αναθερμάνεις και θα τα καταφέρνεις, όσο θα μένει ζωντανή η εντύπωση της πρώτης, δυνατής στιγμής. Μα κάθε φορά που ο έρωτάς σου θα αναγεννιέται θα είναι όλο και πιο ελαφρύς, γιατί η ανάμνηση του πρώτου δυνατού συναισθήματος θ’ αποδυναμώνεται και στο τέλος δε θα είναι αρκετή, για ν’ αναζωπυρώσει ξανά τον έρωτά σου.
Όπως ακριβώς θα συνέβαινε και με τον πόνο στην πληγή που αναφέραμε. Όσο θα την ανασκάλευες, ο πόνος θα επανερχόταν για λίγο, αλλά κάθε φορά θα ήταν κι ηπιότερος, γιατί η πληγή θα έκλεινε σιγά σιγά. Στο τέλος, όμως, όταν δε θα υπήρχε τίποτα για να ανασκαλευτεί, ο πόνος θα εξαφανιζόταν δια παντός.
Έτσι και με την πρώτη εντύπωσή σου, όσο και να την «ξύνεις», στο τέλος δε θα αισθάνεσαι τίποτα, γιατί θα έχει «κλείσει» πια. Δε θα μπορείς να θυμηθείς τι ερωτεύτηκες τόσο δυνατά κι ακαριαία, αφού η απομυθοποίηση του ειδυλλίου σου θα σε έχει ξεκόψει τελείως από τη θύμηση του «καψίματος» που ένιωσες, όταν έβαζες το χέρι σου στον έρωτα.
Κι έτσι, το άτομο που έσπευσες τόσο σφοδρά να ερωτευτείς, θα μείνει σαν «σημάδι» στο χέρι σου. Θα υπάρχει, αλλά δε θα προκαλεί καμία αίσθηση, ούτε η εικόνα, ούτε η ψηλάφισή του…
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή