Σε κλείνουν μέσα σ’ ένα δωμάτιο. Ορμάς πάνω στην πόρτα για να την ανοίξεις και ν’ απεγκλωβιστείς, αλλά είναι κλειδωμένη. Τρέχεις μετά στο παράθυρο, προσπαθείς ν’ ανοίξεις τα παντζούρια για να πεταχτείς έξω, όμως είναι σφραγισμένα κι αυτά. Κάθεσαι τότε στη μέση του δωματίου βεβαιωμένος πια ότι δεν μπορείς να δραπετεύσεις.

Σκέφτεσαι τι θα έκανες αν ήσουν ελεύθερος, πόσο πιο ελαφρύς θα αισθανόσουν ή πόσο πιο βαρύ θα σε έκαναν να νιώθεις οι πράξεις σου. Είσαι πεπεισμένος, όμως, πως η βαρύτητα του εγκλεισμού σου είναι ασύγκριτα πιο μεγάλη, από οποιαδήποτε επίπτωση μπορεί να είχαν οι πράξεις σου, έξω απ’ αυτό το δωμάτιο.

Με τον ίδιο τρόπο, προκαλείς πολύ μεγαλύτερο κακό όταν εγκλωβίζεις τα συναισθήματά σου, απ’ όσο αν τ’ αφήνεις ελεύθερα. Γιατί, ακόμη κι οι χειρότερες επιπτώσεις που μπορεί να φέρει η φανέρωσή τους, θα ‘ναι σίγουρα πολύ ελαφρύτερες απ’ τις συνέπειες του εγκλεισμού τους.

Με τη μανία, λοιπόν, που κι εσύ απαιτείς να απεγκλωβιστείς, αλλά δεν μπορείς, ομοίως και το συναίσθημά σου χτυπούσε μάταια πάνω σε τοίχο, κάθε φορά που δεν το άφηνες να φανερωθεί. Αφού δεν έβρισκε διέξοδο, γύριζε ανεξέλεγκτα μέσα στο «δωμάτιο», για να βρει ένα δρόμο διαφυγής. Κι ενώ αισθανόσουν όμορφα με την ύπαρξή του, η «κινητικότητά» του έγινε επιβαρυντική κι ο ανομολόγητος έρωτας που ένιωθες δε σ’ ευχαριστούσε πια.

Ο φόβος της απόρριψης αποτέλεσε σίγουρα τον πρωταρχικό λόγο που εγκλώβισες το συναίσθημά σου, αλλά συνηγόρησε σοβαρά και το ενδεχόμενο να μην ήσουν έτοιμος να ζήσεις εκείνο που ονειρευόσουν.

Στην αρχή ο εγκλεισμός του συναισθήματός σου δε σε ανησυχούσε. Υπήρχε άφθονος χρόνος για να σκεφτείς και να ονειροπολήσεις. Με τη φαντασία σου βίωνες όσα ήθελες να ζήσετε κι ήσουν ικανοποιημένος με τα ιδανικά ενδεχόμενα που δημιουργούσες. Σου αρκούσε η σκέψη ενός μελλοντικού ειδυλλίου και γι’ αυτό άφηνες τη φανέρωση των αισθημάτων σου γι’ αργότερα.

Το αργότερα, όμως, κάθε φορά έπαιρνε και μεγαλύτερη παράταση. Το συναίσθημά σου, έτσι, ξεκίνησε να «κάνει κύκλους» μέσα το «δωμάτιο». Ο έρωτάς σου, δηλαδή, εκτός από ευχαρίστηση, σου προξενούσε πια και ανησυχία. Μια ακαθόριστη ένταση, συνόδευε τα ονειροπολήματά σου. Και, το αξιοπερίεργο ήταν πως, όσο το συναίσθημά σου έψαχνε πιο επιτακτικά μια δίοδο για να δραπετεύσει, τόσο πιο απαγορευτικά του έκλεινες εσύ όλες τις πόρτες.

Στην πραγματικότητα, όσο το συναίσθημα δυνάμωνε, ο φόβος της απόρριψης γινόταν ισχυρότερος, γι’ αυτό και ο εγκλεισμός του γινόταν ακόμη πιο αναγκαίος.

Στο τρίτο στάδιο, λοιπόν, το συναίσθημά σου δεν μπορούσε να κάτσει ήσυχο. Χτυπούσε με μανία πάνω στους «τοίχους» κι η ανάγκη του να εξωτερικευθεί έγινε ακόμα πιο έντονη και πιο δυσάρεστη. Όμως, ήσουν πιο αυστηρός από ποτέ και τότε αποφάσισες ότι ήταν αδύνατον πια να το φανερώσεις.

Καταδίκασες, μ’ αυτό τον τρόπο, ένα συναίσθημα σε παντοτινό εγκλεισμό κι επιβάρυνες τον εαυτό σου με βασανιστικά και μεγάλης διάρκειας διλήμματα κι απωθημένα.  Ενώ, αν εξωτερίκευες τον έρωτά σου, το χειρότερο που θα μπορούσε να σου συμβεί, θα ‘ταν η απόρριψη κι η βραχυπρόθεσμη ντροπή που θα τη συνόδευε. Στερήθηκες, έτσι, ή μια απόρριψη που θα μπορούσε να ξεπεραστεί, ή έναν έρωτα που ίσως και να ευδοκιμούσε.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή