Σε μία σύναξη γαϊδάρων, ένας γάιδαρος πήρε τον λόγο κι άρχισε να λέει, με φουσκωμένο το στήθος, για το στοίχημα που έβαλε μ’ ένα άλογο, για το ποιος θα φτάσει πιο γρήγορα απέναντι απ’ τον γκρεμό. «Ξεκίνησε, που λέτε, το άλογο να τρέχει, να κάνει ολόκληρους κύκλους για να φτάσει απέναντι, μα εγώ άνοιξα τα χέρια μου, πέταξα πάνω απ’ τον γκρεμό και το κέρδισα», εξιστορούσε, λοιπόν, ο γάιδαρός μας και τα μάτια του έλαμπαν από υπερηφάνεια.
Φυσικά, όλοι ήξεραν πως τα γαϊδούρια δεν πετάνε κι ότι, επομένως, όσα τους εξιστορούσε δεν ήταν αλήθεια. Μα οι μισοί τον άκουγαν με συμπάθεια κι επιδοκίμαζαν, μάλιστα, πού και πού την αφήγησή του για να μην τον κακοκαρδίσουν. Οι άλλοι μισοί, ωστόσο, ξεκίνησαν να του φωνάζουν να πάψει τα αίσχη του, γιατί οι γάιδαροι δεν πετάνε και βάλθηκαν να τον κάνουν να ομολογήσει τα ψέματά του.
Σ’ αυτό το σημείο, λοιπόν, δε θ’ ασχοληθούμε με την πρώτη κατηγορία των ευγενικών αυτών γαϊδάρων, που ενώ ήξεραν πως τους έλεγε ψέματα, δε θέλησαν να τον σταματήσουν. Θα καταπιαστούμε, όμως, με τη δεύτερη κατηγορία, εκείνων των τελείως γαϊδάρων, που τόσο άπονα ήθελαν να ξεσκεπάσουν τον γάιδαρό μας και θα δούμε, γενικά, γιατί δεν είναι σωστό να διακόπτουμε τους φαφλατάδες φίλους μας όταν μας αραδιάζουν τις ιστορίες τους, όσο αναληθείς κι αν αυτές φαίνονται.
Καταρχάς, δεν κάνουν οι άμοιροι και κανένα έγκλημα εξιστορώντας τόσα απίθανα. Λέγοντάς μας απλώς πως ο γάιδαρος πετάει, ούτε μας βλάπτουν ούτε επιδιώκουν τίποτα κακό σε βάρος μας. Τουναντίον, μάλιστα, εκείνο που θέλουν είναι να μας κάνουν να περάσουμε καλά και να απολαύσουμε την αφήγησή τους, ίσως και λιγάκι να νιώσουν πως τους θαυμάζουμε. Το ότι σκαρφίζονται και χίλια δυο πράγματα που δεν ισχύουν, για να εμπλουτίσουν μ’ αυτά τον λόγο τους, δε θα έπρεπε να μειώνει καθόλου την ευγένεια της πρόθεσης που έχουν, να μας κάνουν δηλαδή να διασκεδάσουμε αλλά και την ανάγκη τους να τραβήξουν την προσοχή μας. Οφείλουμε, λοιπόν, αν όχι να τους επιδοκιμάζουμε για όσα μας αραδιάζουν, τουλάχιστον να συγκατανεύουμε ευγενικά σ’ αυτά.
Διακόπτοντας ένα φαφλατά φίλο μας την ώρα που αφηγείται μια ιστορία, που κατά γενική ομολογία, δεν είναι δυνατόν να ‘ναι αληθινή, τον κακοκαρδίζουμε άδικα. Αφού βλέπουμε το φουσκωμένο, απ’ το καμάρι, στήθος του όταν μας διηγείται τα φανταστικά κατορθώματά του και τα βουρκωμένα, απ’ τη συγκίνηση, μάτια του, όταν μας αφηγείται μια πονετική ιστορία, που δεν έγινε ποτέ, γιατί να τον διακόψουμε και γιατί ν’ αποδείξουμε ότι όλα αυτά που λέει δεν είναι αλήθεια; Η συγκίνησή του, παρόλο που ξεκίνησε από ψέματα, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Πρέπει να είμαστε πολύ γάιδαροι, επομένως, όταν δεν τον αφήνουμε να φτάσει στο τέρμα την ιστορία του και, κυρίως, τη συγκίνησή του.
Τέλος, πού ξέρουμε; Μπορεί, μία στο εκατομμύριο, όσα μας αφηγείται να ‘ναι αλήθεια κι ο γάιδαρος να πέταξε πραγματικά εκείνη τη φορά. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν πρέπει να βιαζόμαστε να βγάλουμε ψεύτη ένα φίλο μας που μας αφηγείται μια ιστορία που δε φαίνεται αληθινή, κι ας έχει βεβαρημένο παρελθόν ως φαφλατάς.
Επομένως, δεν πρέπει να κρίνουμε εκ των προτέρων μια κατάσταση ως απίθανη και να εμποδίζουμε εκείνον που την διηγείται να την ολοκληρώσει. Μπορεί ο γάιδαρος να μην πέταξε κυριολεκτικά, αλλά, ίσως, με κάποιον τρόπο, για μια στιγμή, να κατάφερε, κάπως, έστω και λίγο, έστω και καθόλου, να αιωρηθεί.
Έτσι, λοιπόν, ο γάιδαρός μας θα ισχυρίζεται πως πετάει και το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε ακούγοντάς τον, σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι να συγκατανεύσουμε με ευγένεια και να επιβεβαιώσουμε κι εμείς πως «Πετάει, πετάει!».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη