Ένας λαγός ολημερίς φορτωνόταν σ’ όλους τους άλλους λαγούς με την έγνοια που του τυραννούσε την καρδιά. «Δε μου λες», ρωτούσε τον ένα λαγό, «τ’ αφτιά μου τα βρίσκεις μεγάλα;». Κι ο ερωτώμενος λαγός του αποκρινόταν: «Όχι, φυσικά, μια χαρά κανονικά κι ωραία ειν’ τα αφτιά σου».
Ύστερα, κουβαλιόταν σε κάποιον άλλο λαγό. «Λαγέ, πολύ μεγάλα θαρρώ είναι τ’ αφτιά μου, δε συμφωνείς;», απαιτούσε κι απ’ αυτόν να μάθει, μα ευθύς κι εκείνος τον καθησύχαζε πως «ουδέποτε έχω δει πιο ωραίου μεγέθους αφτιά απ’ τα δικά σου». Κι έτσι, λοιπόν, όλοι οι λαγοί του έλεγαν με μια φωνή πως τ’ αφτιά του δεν ήταν διόλου μεγάλα όπως πίστευε και πως το μέγεθός τους δε θα ΄πρεπε να τον απασχολεί, μιας και κανονικό άπαντες το βρήκαν.
Έπειτα από λίγο, ωστόσο, ο λαγός συναπαντήθηκε με μια αλεπού, που ευθύς αμέσως του ‘ πε σκωπτικά: «Λαγέ, έως τώρα πίστευα πως τα αφτιά μου ήταν πελώρια, μα σαν βλέπω τώρα τα δικά σου που ωσάν κεραίες μοιάζουν, θαρρώ πως περίσσια μικρά και χαριτωμένα είναι τα δικά μου». Ο λαγός τότε έπιασε τα μεγάλα του αφτιά και τα ‘κρυψε. Έπειτα, με θυμό συλλογίστηκε: «Ψέματα μου ‘παν οι λαγοί πως μεγάλα δεν είναι τ’ αφτιά μου και περίγελος της κάθε αλεπούς μ’ άφησαν να γίνω».
Σαν αυτόν το λαγό, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές και πνέουμε μένεα εναντίον των οικείων μας, όταν η κρίση τους δεν είναι αντικειμενική, όπως τους τη ζητάμε.
Καταρχάς, οι λαγοί στ’ αλήθεια μπορεί να μη θεωρούσαν μεγάλα τ’ αφτιά του λαγού, μιας κι εκείνοι τα ίδια αφτιά είχαν. Δηλαδή, τους ήταν τόσο οικείο αυτό το χαρακτηριστικό, που αν και ήταν μεγάλο, βλέποντάς το κάθε μέρα, το συνήθισαν και έπαψε να τους φαίνεται ιδιαίτερο. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν ζητούμε από οικεία μας άτομα να μας πουν τη γνώμη τους για ένα χαρακτηριστικό μας που πολύ πιθανόν κι οι ίδιοι να διαθέτουν, δε θα το βρουν παράταιρο, μιας και θα τους είναι τόσο γνώριμο, που και περίεργο να μοιάζει, αυτοί θα έχουν πάψει προ πολλού να το βλέπουν έτσι.
Επιπλέον, διόλου απίθανο, οι λαγοί να ήθελαν να προστατεύσουν το λαγό που τόσο επίμονα τον απασχολούσε το θέμα των αφτιών του. «Καλύτερα να τον καθησυχάσουμε πως τ’ αφτιά του δεν είναι μεγάλα, παρά να του πούμε ότι είναι πελώρια κι ύστερα άσχημο να βλέπει τον εαυτό του», ίσως να συλλογίζονταν. Οι οικείοι μας, λοιπόν, μπορεί να αρνηθούν να παραδεχτούν ένα ελάττωμά μας, μιας και αδυνατούν να κατανοήσουν πως αν επιβεβαιώσουν την ύπαρξή του, δε θα μας προκαλέσουν απελπισία, αλλά λύτρωση, καθώς μόνο έτσι θα πάψουμε να αναρωτιόμαστε αν υπάρχει ή όχι.
Τέλος, τα οικεία μας άτομα δεν μπορούν εύκολα να αντιληφθούν πως δε θα τους μεμφθούμε αν μας επιβεβαιώσουν ένα άσχημο χαρακτηριστικό μας. Στην προσπάθειά τους, λοιπόν, να διαφυλάξουν τη σχέση μας, προτιμούν να αποσιωπήσουν ένα αξιόμεμπτο χαρακτηριστικό μας και να μην παραδεχθούν πως το έχουμε, μιας και πιστεύουν πως θα μας γίνουν αντιπαθείς αν μας πουν την αλήθεια γι’ αυτό.
Κι έτσι, λοιπόν, ο λαγός στράφηκε στους λαγούς και με μανία τους φώναζε: «Πού καταντήσαμε, μια αλεπού την αλήθεια να μου λέει για τα πελώρια αφτιά μου κι εσείς, οι δικοί μου λαγοί, ψέματα να μου αραδιάζετε». Οι λαγοί όμως, τότε, αθώα εξακολουθήσαν: «Μα, πού να σου ορκιστούμε, λαγέ μας, πως πελώρια δε βρίσκουμε τ’ αφτιά σου;».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.