Εντοπίζουμε δύο απομακρυσμένα σημεία στο χάρτη κι υποθέτουμε ότι υπάρχει ένας άνθρωπος στο πρώτο σημείο κι ένας στο δεύτερο. Οι δύο άνθρωποι είναι συνδεδεμένοι με μια βαθιά συναισθηματική σχέση, που υπάρχει παρόλη την απόσταση που τους χωρίζει. Για να διατηρηθεί, όμως, η σχέση, πρέπει να βρεθεί άλλο ένα σημείο στο χάρτη, που να βρίσκεται ενδιάμεσα στους δύο συντρόφους. Το σημείο αυτό θα είναι η κοινή τους βάση, ο τόπος όπου θα συναντιούνται και θα συντηρούν, έτσι, τη σχέση τους. Η κοινή τους βάση, όμως, θα πρέπει να βρίσκεται κάπου, όπου θα βολεύει και τους δύο συντρόφους με τον ίδιο τρόπο.
Ας μικρύνουμε τώρα την κλίμακα και φέρουμε τους δύο ανθρώπους στο ίδιο σημείο. Τότε, η κοινή βάση που θα πρέπει να υπάρχει για να τους συνδέει και να καλύπτει τη συναισθηματική απόσταση που ενδεχομένως θα υπάρχει τώρα μεταξύ τους, δε θα αφορά ένα σημείο στο χάρτη, αλλά μια κοινή δραστηριότητα, που θα φέρνει ακόμη πιο κοντά τους δύο συντρόφους. Η συνήθεια που θα μοιραστούν, μάλιστα, πρέπει και σ’ αυτή την περίπτωση να εξυπηρετεί και να ευχαριστεί εξίσου και τους δύο.
Η κοινή συνήθεια που μοιραζόμαστε δύο σύντροφοι, που δεν αποτελούμαστε από τα ίδια στοιχεία, θα δημιουργήσει μια τεχνητή ομοιότητα μεταξύ μας. Η εντύπωση, δηλαδή, ότι μπορούμε να ασχοληθούμε με κάτι κοινό, θα μας κάνει για λίγο ίδιους. Θα έρθουμε έτσι πιο κοντά και θα πιστέψουμε σε μια βοηθητική ομοιότητα, που στην πραγματικότητα, όμως, δεν υπάρχει.
Η ανομοιότητα δύο συντρόφων εμφανίζεται και στην ενασχόλησή μας με διαφορετικές δραστηριότητες που, ενδεχομένως, δε θα συνδέονται μεταξύ τους. Οι δύο σύντροφοι, έτσι, δε θα μπορούμε παρά να εξετάζουμε ο ένας τις ανησυχίες του άλλου μόνο από απόσταση, χωρίς όμως να βρίσκουμε την ταύτιση που επιζητούμε. Την ανάγκη για πιο ειλικρινή επικοινωνία, θα ικανοποιήσει μια κοινή δραστηριότητα. Θα ζούμε μαζί, έτσι, την ίδια κατάσταση και θα έχουμε τη δυνατότητα να διεισδύουμε σε θέματα που θα γνωρίζουμε εξίσου καλά και οι δύο.
Η ίδια συνήθεια θα μας βοηθήσει να μελετήσουμε βαθύτερα τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά του συντρόφου μας. Θα καταλάβουμε τον τρόπο που αντιδρά ο καθένας μας στο ίδιο ερέθισμα και θα μπορέσουμε, έτσι, να ξεχωρίσουμε τις διαφορές μας. Μ’ αυτό τον τρόπο, θα ξέρουμε πώς να τις διαχειριστούμε και αργότερα, ώστε να μην μπορούν να λειτουργήσουν εις βάρος της σχέσης. Γνωρίζοντάς τις βαθύτερα, θ’ αποφεύγουμε και πιθανούς διαπληκτισμούς ανάμεσά σ’ εμάς και το σύντροφό μας.
Υπάρχει και μια περίπτωση, όπου οι δύο σύντροφοι πολύ πιθανόν να είμαστε προσηλωμένοι εξ’ ολοκλήρου στο αντικείμενό μας και να μην μπορούμε να δούμε έξω απ’ αυτό. Τότε, θα πρέπει η «βάση» μας να είναι η ίδια κι η κοινή συνήθεια όχι μόνο επιβάλλεται, αλλά πρέπει ν’ απαρτίζει κι όλη τη ζωή μας και να αποτελεί, δηλαδή, τη βασική ενασχόλησή μας, για να ικανοποιεί τη μονομανία και των δύο μας.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως η «απόσταση» μεταξύ δύο συντρόφων εξαλείφεται με μια κοινή «βάση». Μέσω αυτής, κατευνάζεται η διαφορετικότητά μας όσο χρειάζεται κι η σχέση μπορεί να συντηρηθεί και να διατηρηθεί, έτσι, ακέραιη και κοντά στις επιθυμίες και των δυο μας.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή