Ένας γάιδαρος έσπευδε να εξυπηρετεί κάθε πλάσμα που συναντούσε στο διάβα του. «Ας πάω να κουβαλήσω δύο-τρεις σανίδες για να βοηθήσω να χτιστεί το κοτέτσι, καθώς αν στο μέλλον χρειαστώ τις κότες, θα εκτιμήσουν τη βοήθεια που κάποτε τους παρείχα και θα μου προσφέρουν οπωσδήποτε μερικά απ’ τα φρέσκα αβγουλάκια τους», συλλογιζόταν.
Όταν αλαφιασμένος έτρεχε να φέρει τροφή σε κάποιον οκνηρό ιπποπόταμο που προκειμένου να μη βγει απ’ το νερό τη ζήτησε απ’ τον γάιδαρο στα πόδια του, σκέφτηκε: «Οπωσδήποτε πρέπει να σπεύσω να βοηθήσω, καθώς αύριο-μεθαύριο μπορεί να τον χρειαστώ και να πρέπει στην πλάτη του ν’ ανέβω για να διασχίσω τον ποταμό και στην απέναντι όχθη να φτάσω».
Κάποια μέρα, απ’ τα πολλά πηγαινέλα, τα πόδια του γαϊδάρου καταπονήθηκαν υπερβολικά, κάνοντάς τον να γκαρίζει ασταμάτητα από τον πόνο. Κι όμως, ακόμη και τότε, όρθιος στάθηκε και πήγε να κουβαλήσει νερό για λογαριασμό κάποιων άλλων. Ένα πλάσμα βλέποντας την εξάντλησή του τού είπε: «Γάιδαρε, πάψε τη βοήθειά σου σ’ όλα τα πλάσματα αφιλοκερδώς να δίνεις και ξεκουράσου επιτέλους. Δε βλέπεις πως δε σε υπακούν μήτε τα πόδια σου που λύγισαν, μηδέ κι η ράχη σου που πληγωμένη από μίλια φαντάζει;». Μα ο γάιδαρος ανένδοτος αποκρίθηκε: «Τι είν’ αυτά που λες; Σπεύδω σε βοήθειά τους, γιατί τι θα γίνει αν κάποτε εγώ τους χρειαστώ;»
Σαν αυτό τον υστερόβουλα εξυπηρετικό γάιδαρο, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς κάποιες φορές και προσφέρουμε τη βοήθειά μας απλώς και μόνο γιατί θαρρούμε πως αν βοηθήσουμε κάποιον, στο μέλλον, οπωσδήποτε, θα μας κάνει κι αυτός μια εξυπηρέτηση.
Καταρχάς, ο γάιδαρος λαθεμένα πίστευε πως παρέχοντας τη βοήθειά του, κάθε πλάσμα θα ‘πρεπε οπωσδήποτε να αισθάνεται ευγνωμοσύνη εφ’ όρου ζωής απέναντί του και σε μια δύσκολη στιγμή να σπεύσει κι εκείνο να βοηθήσει. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι όλοι προικισμένοι με το δώρο να μπορούν να ανταποδώσουν και να νιώσουν υποχρεωμένοι μετά από μια καλή πράξη που δέχονται. Κι εμείς, λοιπόν, δεν πρέπει να βασιζόμαστε στο ότι οφείλουμε να βοηθήσουμε κάποιον, γιατί αν βρεθούμε σε ανάγκη θα μας εξυπηρετήσει, καθώς δεν εκτιμούν όλοι αυτά που τους προσφέρεις.
Επιπλέον, είναι λάθος ο συλλογισμός να παρέχουμε τη βοήθειά μας, γιατί στο μέλλον μπορεί να μας προσφέρουν κι εκείνοι χωρίς αντίτιμο την εύνοιά τους. Σημασία έχει να μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας, ώστε να μην έχουμε κανέναν ανάγκη. Ο γάιδαρος, λοιπόν, όφειλε απλώς να δουλεύει, ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορεί να αγοράσει ο ίδιος αβγά και να μην εξαρτάται απ΄τη διάθεση και την εύνοια που θα έδειχναν οι κότες απέναντί του. Αφιερώνοντας τον χρόνο του στο να τις εξυπηρετήσει εξασφάλιζε μόνο σύμφωνα με τους ανακριβείς υπολογισμούς του μερικά αβγουλάκια για το μέλλον, ενώ αν δούλευε εκείνο το διάστημα, με τις απολαβές θα μπορούσε να τα αγοράσει όποτε θα ήθελε.
Τέλος, όταν προσφέρουμε τη βοήθειά μας, γιατί επιδιώκουμε κάποτε να μας εξυπηρετήσουν, δεν μπορούμε να μιλάμε ανερυθρίαστα για τις αγνές μας προθέσεις και για την καλοσύνη που πάντοτε δείχνουμε, καθώς δεν είναι ανιδιοτελείς οι ενέργειές μας απ’ τη στιγμή που αποσκοπούν έμμεσα σε δικό μας όφελος.
Έτσι, λοιπόν, ο γάιδαρος δεν άργησε, αφού έτρεχε για τους πάντες, να πέσει πραγματικά σε δυσμένεια και να μην μπορεί απ’ τα άχυρά του να σηκωθεί. «Εγώ κοτζάμ κοτέτσι τους έστησα και αυτές ούτε ένα αβγουλάκι δεν ήρθαν στην ανάγκή μου να μου προσφέρουν», παραπονιόταν για την αχαριστία όσων βοήθησε και δεν ανταπέδωσαν.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.