Έχουμε δύο μπαταρίες αυτοκινήτου: η μία είναι γεμάτη κι η άλλη άδεια. Τοποθετούμε, λοιπόν, τα καλώδιά μας στη γεμάτη μπαταρία και το μόνο που μας απομένει είναι να τα ενώσουμε πάνω στην άδεια μπαταρία για να την φορτώσουμε.
Αν, για κάποιο λόγο, φοβηθούμε να ενώσουμε τα σύρματα, τότε αυτά θα κρέμονται χωρίς κανένα νόημα πάνω στη γεμάτη μπαταρία, με αποτέλεσμα η άδεια μπαταρία να μην μπορεί να φορτώσει, απ’ αυτήν τουλάχιστον την μπαταρία.
Ας πούμε, λοιπόν, ότι εμείς είμαστε η γεμάτη μπαταρία κι ότι είμαστε φορτισμένοι με συναισθήματα απέναντι σε κάποιο άτομο. Το άλλο άτομο δεν είναι ενημερωμένο για τα συναισθήματά μας κι άρα είναι η «άδεια μπαταρία» της υπόθεσης. Αν, λοιπόν, για κάποιο λόγο διστάσουμε, δεν του βάλουμε τα «σύρματά» μας και δεν τον ενημερώσουμε πως νιώθουμε πράγματα γι’ αυτό, πώς περιμένουμε να φορτιστεί με συναισθήματα για εμάς;
Έτσι, θα απομείνουμε με τη γεμάτη μπαταρία μας και θα έχουμε πάνω μας τα σύρματα χωρίς κανένα νόημα. Μπορεί, μάλιστα, πολλές φορές να έρθουμε ένα βήμα πριν ενώσουμε τα καλώδιά μας στο άτομο που μας ενδιαφέρει, μα, πολύ πιθανόν, τα συναισθήματά μας να μείνουν για πάντα κρυμμένα και τα καλώδια μας να μην ενωθούν ποτέ με τον άνθρωπο που μας γοήτευσε.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα πρόκειται για έναν κρυφό έρωτα, που όσο καλά φορτισμένος και να είναι, ωστόσο με το πέρασμα του καιρού δεν μπορεί παρά να συνηθιστεί και ν’ αποφορτιστεί σιγά-σιγά.
Καταρχάς, το γεγονός πως, αναπόφευκτα, θα ενωθούμε μ’ άλλες μπαταρίες, όπου θα μιλάμε πια για αμφίδρομες σχέσεις, θα παραμερίζουν το συναίσθημά μας για την άδεια μπαταρία. Το μονόπλευρο συναίσθημα, όσο ισχυρό και να είναι, ωστόσο χαρακτηρίζεται περισσότερο ως μη πραγματικό, αφού δε διαφαίνονται πιθανότητες υλοποίησής του. Κι έτσι, με τις πέρα για πέρα πραγματικές σχέσεις μας, δε θα μπορούμε παρά να το υποτιμούμε σιγά- σιγά ως συναίσθημά και να το θεωρούμε, τελικά, σκέτο ονειροπόλημα και φαντασία.
Με τον καιρό, θα πειστούμε πως δεν είναι ανάγκη να γίνει κάτι με το άτομο στο οποίο δεν αποκαλύψαμε ποτέ τα συναισθήματά μας. Θα κρίνουμε, δηλαδή, τη σχέση μαζί του ως μη αναγκαία, βλέποντας πως μπορούμε να καλύψουμε και με το παραπάνω το κενό της. Στη θέση του κρυφού έρωτα του παρελθόντος μας, λοιπόν, δε θα υπάρχει παρά μια αστεία θύμηση για την αφέλειά μας, να νιώθουμε τόσο φανταστικά πράγματα, για κάποιον που μπορεί και να μη γνωρίζαμε καλά-καλά.
Τέλος, μέσα στ’ απομεινάρια του φορτισμένου, μα κρυφού, έρωτά μας θα μείνει κι ένα εντελώς αχρείαστο απωθημένο, για να δοκιμάσουμε έστω και λίγο τη σχέση μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Η περιέργειά μας, λοιπόν, μπορεί να μας εξωθεί στην ανάγκη να δούμε πώς θα ήταν η συνύπαρξη μαζί του. Μέσα μας, όμως, θα είμαστε ήδη πεπεισμένοι, πως και να γίνει τελικά κάτι με τον κρυφό έρωτά μας, δε θα συγκινηθούμε καθόλου όσο νομίζουμε κι ότι θα είναι απλώς σαν ένα είδος λύτρωσης, καθώς έτσι θα «τελειώσουμε και μ’ αυτό».
Έτσι, λοιπόν, αν μείνει αχρησιμοποίητη η φορτισμένη με συναισθήματα μπαταρία μας, θα εξασθενεί με τον καιρό και θ’ αποφορτίζεται όσο θα παραμένει ανεκμετάλλευτη, μέχρι τη στιγμή που δε θα μπορεί παρά ν’ αδειάσει τελείως και να εκμηδενίσει την ισχύ του κρυφού έρωτά μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη