Μία φωνή ακούστηκε να λέει στα ζώα: «Κοιτάξτε όλοι τι άξιο, τι πανάξιο, πλάσμα που είναι το γαϊδούρι∙ όσο βαρύ κι ασήκωτο κι αν είναι το φορτίο που του απιθώνουμε στην πλάτη, εκείνο –υπομονετικά κι αδιαμαρτύρητα– το κουβαλά και το πηγαίνει. όσο μακριά κι αν το στέλνουμε».
Τα ζώα, σαν άκουσαν αυτό το παίνεμα που έπλεκαν για τον γάιδαρο, στράβωσαν. «Είναι, απλά, ένα θύμα, γι’ αυτό δε μιλάει, γι’ αυτό δεν παραπονιέται» είπαν κι έσκασαν στα γέλια.
Ύστερα, όμως, η φωνή είπε ξανά: «Και δείτε και τι όμορφη φωνή που βγάζει σαν μεταφέρει τα βάρη του∙ είναι τόσο ταπεινή και γι’ αυτό και τόσο ωραία». «Πιο βλακώδες γκάρισμα δεν έχουμε ξανακούσει ποτέ» απάντησαν ευθύς τα ζώα κι άρχισαν τότε να μιμούνται τον ήχο του γαϊδάρου και να τον κοροϊδεύουν.
Κι έτσι, λοιπόν, το γαϊδούρι, αυτό το άκακο πλάσμα, που δεν πείραξε ποτέ του κανέναν, κέρδισε, χωρίς να το θέλει μα και χωρίς να φταίει, την αντιπάθεια των ζώων και τον χλευασμό τους, επειδή απλά κάποιος το παίνεψε.
Σαν αυτόν τον γάιδαρο, λοιπόν, μπορεί να γίνει αντιπαθής κάποιος, όσο καλός κι άκακος κι αν είναι, αν όλο τον επαινούμε στους άλλους, κάπως εσκεμμένα και χωρίς σταματημό.
Καταρχάς, όταν η φωνή έλεγε στα ζώα για την αξιοσύνη του γαϊδουριού, εκείνα μπορεί να σκέφτηκαν μέσα τους: «Μπας και μας παινεύει τον γάιδαρο για να μας πει με τρόπο ότι εμείς δεν είμαστε τόσο άξια, επειδή γκρινιάζουμε, λόγου χάρη, όταν μας φορτώνουν βάρη;». Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν επαινούμε κάποιον συνέχεια, ο άλλος θα σκεφτεί πως το κάνουμε για να τον πικάρουμε και για να του πούμε έμμεσα πως δεν είναι τόσο ικανός, όσο εκείνος που εγκωμιάζουμε. Θα τον βάλουμε, τότε, στη διαδικασία να συγκρίνει τον εαυτό του μαζί του και προκειμένου να βγει καλύτερος, θα του βρει και ψεγάδια κι ένα σωρό άλλους λόγους για να τον αντιπαθήσει.
Επιπλέον, όταν επαινούμε ασταμάτητα κάποιον, κάνουμε τον άλλο να μην αντέχει πια ν’ ακούει ξανά και ξανά όλα εκείνα τα προτερήματα που του βρίσκουμε κι όχι μόνο αυτό, αλλά και κάθε φορά που θα τον συναντά, θα λέει από μέσα του με ειρωνεία μα και με αποστροφή: «Α, να κι ο κύριος τέλειος». Και θα ‘ναι, λοιπόν, τόσο μπουχτισμένος μαζί του μ’ όλα εκείνα που θα ‘χουμε αραδιάσει γι’ αυτόν, που θα τον ενοχλεί και μόνο που θα τον βλέπει μπροστά του. Σαν θα τον καλοκοιτάζει, κιόλας, θα σκέφτεται με φθόνο: «Μα και σιγά τον τέλειο! Εγώ χάρες πάνω του δε βλέπω!».
Ίσως, όμως, τα ζώα να περιφρονούσαν το γαϊδούρι κι η φωνή να το παίνεψε γιατί ήθελε να τα κάνει να δουν κι εκείνα την αξία του. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, αν επαινούμε κάποιον με σκοπό να κάνουμε τον άλλον να τον συμπαθήσει, ίσως να καταφέρουμε το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς θα ‘ναι σαν να θέλουμε με το ζόρι να αποσπάσουμε την εύνοιά του γι’ αυτόν. Θα καταλάβει, επομένως, τις προθέσεις μας και θα μας σταματήσει, με μια φράση του τύπου: «Άσε με να το διαπιστώσω μόνος μου αν είναι τόσο καλός και μη με σκοτίζεις άλλο». Μα η αλήθεια είναι πως θα του ‘χουμε κόψει πια την όρεξη για να τον γνωρίσει.
Κι έτσι, λοιπόν, η φωνή κάθε μέρα επέμενε να επιδεικνύει τις χάρες του γαϊδουριού κι όσο το παίνευε τόσο τ’ άλλα ζώα συνέχιζαν να το εμπαίζουν, το κακόμοιρο, και, δίχως να τους έχει κάνει τίποτα, να το αντιπαθούν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη