Έχεις ένα μεγάλο αριθμό, το ένα εκατομμύριο, λόγου χάρη και θέλεις ν’ απαλλαγείς απ’ αυτό, με οποιονδήποτε τρόπο. Ξεκινάς, λοιπόν, να προσθέτεις ή ν’ αφαιρείς μικρούς αριθμούς, συν εκατόν, πλην διακόσια, πλην πεντακόσια, συν χίλια. Βλέπεις, όμως, πως το εκατομμύριο δεν μπορεί να μεταβληθεί ουσιαστικά με τα μικροποσά και παραμένει ακέραιο παρ’ όλες τις προσθαφαιρέσεις που κάνεις.
Αν δίπλα στο εκατομμύριο, όμως, παραθέσεις έναν εξίσου μεγάλο αριθμό, άλλο ένα εκατομμύριο για παράδειγμα. Τότε, αν το δεύτερο εκατομμύριο έχει αρνητικό πρόσημο και αφαιρεθεί, τότε θα έχεις έναν εντελώς νέο αριθμό, το «μηδέν» και το αρχικό εκατομμύριο, έτσι, θα έχει αφανιστεί. Αν, πάλι, το νέο εκατομμύριο έχει θετικό πρόσημο και προστεθεί, τότε θα έχεις σαν αποτέλεσμα τα «δύο εκατομμύρια». Έτσι, το ένα εκατομμύριο που διέθετες αρχικά γίνεται ανάξιο λόγου μπροστά στα δύο εκατομμύρια που προέκυψαν κι εξίσου δραστικά, δηλαδή, καταφέρνεις πάλι να το εξαφανίσεις.
Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει και με τα συναισθήματα. Για να εξοντώσεις ένα μεγάλο συναίσθημα, δεν αρκεί να του προσθέτεις και να του αφαιρείς μικροσυναισθήματα. Πρέπει ν’ αντιπαραβάλλεις δίπλα στο μεγάλο συναίσθημα, άλλο ένα ισοδύναμο συναίσθημα, προκειμένου να εξοντωθεί το αρχικό, ισχυρό συναίσθημα που είχες. Μια μεγάλη λύπη, για παράδειγμα, μόνο με μια εξαιρετική χαρά μπορεί να εκμηδενιστεί, αλλά και μια εξίσου μεγάλη λύπη θα ήταν επίσης ικανή να εξοστρακίσει την πρώτη λύπη και να την εξαφανίσει.
Προχωρώντας με τον ίδιο τρόπο, προκειμένου ν’ αποτινάξουμε απ’ το μυαλό μας μια πολύ δυνατή σχέση που, όμως, τελείωσε, δεν αρκεί να προχωρήσουμε σε σχέσεις-μικροποσά και να επιδοθούμε, δηλαδή, σε δεσμεύσεις που θα γίνονται συγκαταβατικά. Έτσι, δε θα μπορεί παρά να εξακολουθεί να υπάρχει στο μυαλό μας η μία, η μεγάλη σχέση και να μας δεσμεύει ακόμη με τη θύμησή της. Αναπόφευκτα, τότε, θα γίνονται συγκρίσεις και καμία «μικρή σχέση» δε θα μπορεί ν’ αντιπαρατεθεί με τη «μεγάλη σχέση» και να την εξαφανίσει.
Αν, όμως, προχωρήσουμε σε μία εξίσου δυνατή σχέση, με ανάλογα και περισσότερο ισχυρά συναισθήματα, τότε όχι μόνο δε θα γίνεται σύγκριση με την πρώτη δυνατή σχέση που είχαμε, αλλά και θα την εξαφανίσει αμέσως και ανεπίστρεπτα απ’ το μυαλό μας. Παρ’ όλα αυτά, όμως, επιμένουμε να επενδύουμε σε σχέσεις-μικροποσά και να προσπαθούμε μάταια να μεταβάλλουμε με μικρούς αριθμούς το «εκατομμύριο» και να σβήσουμε χωρίς δυνατά μέσα, δηλαδή, μια ισχυρή σχέση που δε σταματά να μας ακολουθεί.
Το γεγονός πως μια σχέση φαίνεται ότι δεν είναι «μεγάλη» από το ξεκίνημά της, δεν είναι ικανό να τερματίσει τη σχέση. Επενδύουμε στο ενδεχόμενο πως η μικρή σχέση, ίσως να γίνει κάποτε μεγάλη, παρ’ όλο που κατά βάθος γνωρίζουμε πως δεν υπάρχουν αξιόλογες πιθανότητες ν’ ανατραπεί η κατάσταση και να πραγματοποιηθεί.
Η επιπόλαιη πεποίθηση, επίσης, πως μια ισχυρή σχέση μπορεί να ξεπεραστεί μόνο προχωρώντας σε μια άλλη σχέση, είναι ένας ακόμη λόγος που μας κάνει να επενδύουμε σε σχέσεις-μικροποσά. Πρόκειται, όμως, για έναν ισχυρισμό που υιοθετείται λαθεμένα, καθώς έτσι όχι μόνο δεν προχωρούμε, αλλά κι αναπόφευκτα συγκρίνουμε την «ισχνή σχέση» με τη «μεγάλη σχέση» και την εξιδανικεύουμε ακόμη περισσότερο.
Η πιθανότητα να μείνουμε μόνοι μας, όμως, είναι ο πιο τετριμμένος λόγος που δίνει ισχύ στις σχέσεις-μικροποσά. Το γεγονός πως δεν είμαστε συνηθισμένοι να ζούμε μόνοι μας, μας κάνει να βλέπουμε με αποστροφή το ενδεχόμενο της μοναχικότητας και βιαζόμαστε, έτσι, να εξασφαλίσουμε μια παρουσία δίπλα μας.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως όπως οι μικροί αριθμοί δεν είναι ικανοί να μεταβάλλουν το εκατομμύριο, έτσι και μια «μεγάλη» σχέση δεν μπορεί να εξοστρακιστεί από «μικρές» σχέσεις, που δεν πετυχαίνουν τίποτα άλλο, παρά την άδικη κι αδιάκοπη σύγκρισή τους, με την ισχυρή, παλιότερη σχέση.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου