Είμαστε ένα σκουλήκι κάτω απ’ το έδαφος κι ας υποθέσουμε πως το «σωστό» και το συνηθισμένο είναι πως τα σκουλήκια θα πρέπει να παραμένουν για πάντα σκουλήκια κι όχι να γίνονται πεταλούδες. Να, όμως, που σ’ εμάς έτυχε αυτή η εξέλιξη κι όπου να ‘ναι θα βγουν τα φτερά μας.
Αφού, όμως, το να γίνουμε πεταλούδες είναι κάτι που πιστεύουμε πως μπορεί να κατακριθεί, τότε κι εμείς θα πιέσουμε τον εαυτό μας να μην αφήσουμε ακόμη ελεύθερα τα φτερά μας και θα παρατείνουμε όσο μπορούμε την παραμονή μας κάτω απ’ το χώμα. Κι έτσι, θα είμαστε μια πεταλούδα που θα καμώνεται το σκουλήκι, μένοντας κλεισμένη κάτω απ’ το έδαφος, προκειμένου να μη δυσαρεστηθούν οι άλλοι μαζί της.
Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, καμωνόμαστε πολλές φορές στην ίδια μας την οικογένεια πως είμαστε αυτό που συνηθίζεται ή που περιμένουν εκείνοι να είμαστε και συγκρατούμε το άνοιγμα των φτερών μας, μόνο και μόνο για να μην τους δυσαρεστήσουμε. Κι έτσι, κάνουμε πως είμαστε αυτό που πιστεύουν και που θέλουν για εμάς, καταπιέζοντας τον εαυτό μας και συγκρατώντας τις πραγματικές επιθυμίες μας.
Σ’ αυτό το σημείο, λοιπόν, θα καταπιαστούμε με τους λόγους που μας εξωθούν στο να μη γινόμαστε «πεταλούδες» και να μη συζητούμε ξεκάθαρα με την οικογένειά μας ό,τι μας απασχολεί, αφήνοντας έτσι ανοιχτούς λογαριασμούς να υποβόσκουν κάτω απ’ τις σχέσεις μας και να δημιουργούν εντάσεις που ξεκινούν από προφάσεις, αλλά που έχουν, στην πραγματικότητα, πολύ πιο βαθιά αίτια.
Καταρχάς, η οικογένειά μας μπορεί να υποψιάζεται με λύπη πως όπου να ‘ναι θα γίνουμε «πεταλούδες» και θα πετάξουμε μακριά, και προκειμένου ν’ αποδιώξει αυτό το ενδεχόμενο απ’ το νου της και να καθησυχαστεί, μας υπενθυμίζει με κάθε ευκαιρία πόσο υπέροχα «σκουλήκια» είμαστε και πόσο υπερήφανη είναι για εμάς. Η πονηρή αυτή τακτική εκ μέρους της οικογένειάς μας, μπορεί να γίνεται κι ασυνείδητα κι αποσκοπεί, κυρίως, στο να πείσει τους ίδιους πως κάνουν λάθος όταν υποψιάζονται αυτό που μας συμβαίνει στ’ αλήθεια. Αυτό που περιμένουν σ’ αυτήν την περίπτωση από εμάς, είναι να τους επιβεβαιώσουμε με τις απαντήσεις μας πως δεν ισχύει αυτό που νομίζουν κι εμείς, ερχόμενοι σ’ αυτή τη δύσκολη θέση, το επιβεβαιώνουμε κι αναβάλλουμε έτσι το άνοιγμα της αλήθειας μας.
Ένας ακόμη λόγος, που μας συγκρατεί απ’ το να πούμε στην οικογένειά μας τι μας συμβαίνει, είναι κι η δική μας επιθυμία να ‘μαστε αυτό που πιστεύουν για μας. Μπορεί, δηλαδή, να πιστέψουμε κι οι ίδιοι με τον καιρό, πως πραγματικά ένα «σκουλήκι» δεν επιτρέπεται να γίνεται «πεταλούδα» και να συγκρατούμε τα φτερά μας γιατί θα ‘μαστε πεπεισμένοι πως δεν είναι σωστό ή δε θα καταφέρουμε να τ’ ανοίξουμε. Έτσι, μπορεί κι οι ίδιοι να νιώθουμε αποστροφή μ’ αυτό που μας συμβαίνει και να πιστεύουμε μέσα μας, πως κάνουμε κάτι κακό, μ’ αποτέλεσμα να ντρεπόμαστε να πούμε την αλήθεια.
Τέλος, μπορεί να μη συζητούμε με την οικογένειά μας αυτό που αισθανόμαστε, γιατί δεν είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε ακόμη τα φτερά μας. Τ’ ότι δεν μπορούμε να εγγυηθούμε πως θα κάνουμε καλά τη δουλειά μας κι ως «πεταλούδες», είναι μια σκέψη που μας αγχώνει, καθώς δε φτάνει απλώς να τους αποκαλύψουμε την αλήθεια, αλλά να τους δείξουμε πως έχουμε δίκαιο και πως θα ‘μαστε πραγματικά καλύτερα κάνοντας αυτά που θέλουμε. Φοβόμαστε, δηλαδή, πως αν αποτύχουμε τελικά κάνοντας όσα καταπιέζαμε τόσο καιρό μέσα μας, θα ‘ναι σαν είχαμε άδικο που ακολουθήσαμε τις επιθυμίες μας και θα επιβεβαιώσουμε, έτσι, τυχόν αντιρρήσεις της οικογένειάς μας.
Η αλήθεια, όμως, είναι πως ένα σκουλήκι πρέπει κι οφείλει ν’ ακολουθεί τη φυσική του πορεία κι όχι αυτό που πιστεύεται γενικά πως είναι το σωστό κι αν η τύχη του επιφυλάσσει να γίνει πεταλούδα, τότε πρέπει να γίνει, έστω κι αν ολόκληρη η οικογένειά του δεν είναι εξοικειωμένη μ’ αυτό.
Διαφορετικά, αν για να μη δυσαρεστήσει την οικογένειά του μείνει κάτω απ’ το «έδαφος», μακριά από ‘κει που μπορεί κι αξίζει να φτάσει, δε θα μπορεί παρά αισθάνεται έχθρα απέναντί της και να ξεσπά εναντίον της σε κάθε ευκαιρία.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη