Δύο μεταλλικοί κρίκοι μπαίνουν ο ένας μέσα στον άλλο και συγκολλείται το σημείο περάσματός τους. Οι κρίκοι, αδιαχώριστοι πια, έχουν τριβή μεταξύ τους, πέφτουν στο έδαφος, αλλά όσο το σημείο συγκόλλησής τους είναι ακέραιο, τίποτα δεν μπορεί να τους ξεχωρίσει.
Μια δυνατή πτώση, όμως, διαλύει τη συγκόλληση, ανοίγει το πέρασμα και χωρίζει τους κρίκους. Μπαίνουν ξανά ο ένας μέσα στον άλλο, όμως δεν μπορούν να μείνουν ενωμένοι τώρα πια. Με την τριβή, βγαίνει ο ένας από τον άλλο και με κάθε πτώση οι κρίκοι χωρίζονται πάλι. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, οι κρίκοι δεν μπορούν να υπάρξουν ξανά ενωμένοι γιατί το πέρασμα έχει ανοίξει.
Έτσι, λοιπόν, συμβαίνει κι όταν ανοίγει το «πέρασμα» μεταξύ δύο πολύ στενών φίλων. Εφόσον χωρίσουμε, δε θα μπορέσουμε να ενωθούμε ξανά με την ίδια αδιαχώριστη και κλειστή σχέση που είχαμε άλλοτε. Ενώ σε μια ερωτική σχέση θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί και με «ανοιχτό το πέρασμα», σε φιλικό επίπεδο οι κανόνες είναι πιο αυστηροί κι η σοβαρότητα του ανοιχτού περάσματος βαρυσήμαντη και καθοριστική.
Το πέρασμα έχει συνήθως τελεσίδικες κυρώσεις κι οι δύο φίλοι δεν έχουμε παρά ν’ ακολουθήσουμε ξεχωριστούς δρόμους. Όσο ισχυρότερη υπήρξε μάλιστα η «συγκόλλησή» μας, τόσο πιο μόνιμος θα είναι ο διαχωρισμός μας μετά την «πτώση», γιατί ο πόνος που θα τον συνοδεύει, μεγαλώνει ανάλογα με την ένταση των συναισθημάτων μας.
Δε θα εισχωρήσουμε στους λόγους στους οποίους οφείλεται το άνοιγμα του περάσματος, αρκεί να πούμε πως οτιδήποτε είναι ικανό να το ανοίξει, από το πιο βαρύγδουπο μέχρι και το πιο ανυπολόγιστο, εφόσον αυτό μπορεί να μας πληγώσει.
Όταν γίνεται ο διαχωρισμός, ο πόνος είναι εγωιστικός και στηρίζεται στην απογοήτευση που αισθανόμαστε για το φίλο που χάνουμε. Δε μετανιώνουμε που κάποτε είχαμε «συγκολλήσει» τη ζωή μας με τη δική του, όμως ο θυμός που νιώθουμε για την έκβαση της σχέσης μας, δε μας αφήνει να στενοχωρηθούμε για το «άνοιγμα του περάσματός» μας.
Έτσι, λοιπόν, χωρίς καμία αμφιβολία για το διαχωρισμό μας, θ’ απομακρυνθούμε και δε θα επιδιώξουμε να προσεγγίσουμε ξανά το φίλο μας, τουλάχιστον με την εγκαρδιότητα που είχαμε άλλοτε και με σκοπό την πλέρια επανένωσή μας. Η παρουσία του σε καμία περίπτωση δε θα μας προκαλεί δυσαρέσκεια, αλλά πάντα θα αισθανόμαστε ένα ενδότερο παράπονο, όταν θα πρέπει να τον συναναστραφούμε.
Αν εξετάσουμε και το ενδεχόμενο να έρθουμε ξανά κοντά του κάποια στιγμή, το πέρασμά μας θα είναι ανοιχτό, η παραμικρή ενόχληση, επομένως, θα είναι ικανή να μας χωρίσει ξανά κι έτσι οι απόπειρές μας δε θα ευδοκιμήσουν. H αιτία του διαχωρισμού μας θα αιωρείται σε κάθε επαφή μας κι η σχέση μας δε θα μπορεί παρά να πάρει τυπικές πια διαστάσεις και αυτές για χάρη της «συγκόλλησης» που είχαμε άλλοτε.
Η πιθανότητα να «συγκολλήσουμε» και πάλι τις ζωές μας για να επιτύχουμε μ’ αυτό τον τρόπο το «αδιαχώριστο» θ’ απορριφθεί, καθώς η ανάμνηση απ’ την κατάρρευση της πρώτης συγκόλλησης, θα παραμένει πάντα ζωντανή κι ανεξίτηλη.
Κι έτσι, όπως οι κρίκοι δεν μπορούσαν να μείνουν ο ένας μέσα στον άλλο όταν έσπασε η ένωσή τους, θα διαπιστώσουμε πως θα είναι αδύνατον να επιτευχθεί ξανά κι η αχώριστη σχέση που κάποτε μας ένωνε.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή