Ρίχνουμε ένα βέλος και τρυπάμε ένα σύννεφο, με αποτέλεσμα να πέσει βροχή. Οι ίδιοι, όμως, καταφέρνουμε και δε βρεχόμαστε. Αφού περνάμε αλώβητοι απ’ τη βροχή, ρίχνουμε ακόμη ένα βέλος και σπάζουμε κι άλλο σύννεφο, απ’ όπου καταφέρνουμε πάλι να μη βραχούμε. Έτσι, ρίχνουμε και τρίτο βέλος, μ’ αυτή τη φορά μουσκευόμαστε απ’ τη βροχή που προκαλέσαμε.

Τότε, λοιπόν, επιβαρυμένοι απ’ τα μουσκεμένα ρούχα μας και νιώθοντας πια στο πετσί μας πώς είναι να βρεχόμαστε, θα το σκεφτούμε πολύ καλά αν θα τρυπήσουμε κι άλλο σύννεφο, γιατί δε θα θέλουμε να ξαναβραχούμε.

Ας πούμε, σ’ αυτό το σημείο, πως το σύννεφο βρίσκεται πάνω απ’ τη σχέση μας κι ότι ο σύντροφός μας ρίχνει τα βέλη του πάνω σ’ αυτό κι ότι προβαίνει, δηλαδή, σε ακατάλληλες ενέργειες που μας πληγώνουν, μ’ αποτέλεσμα να πέφτει βροχή στη σχέση και να τη βλάπτει. Τότε, λοιπόν, αν ο ίδιος δε βραχεί έστω και λίγο κι αν δεν υποστεί τις συνέπειες της αξιόμεμπτης πράξης του, δε θα διστάσει να ξανακάνει το ίδιο και να ρίξει κι άλλα βέλη. Ενώ αν νιώσει μες στο πετσί του το κακό που προκάλεσε, θα το σκεφτεί πολύ καλά προτού ξανακάνει το ίδιο.

Με λίγα λόγια, όταν δείχνουμε υπερβολική επιείκεια στο σύντροφό μας και τον δεχόμαστε πίσω όταν κάνει κάτι που δε συμφωνεί με την ηθική μας ή τέλος πάντων κάτι που πληγώνει την αξιοπρέπεια και τα αισθήματά μας, χωρίς να τον κάνουμε να νιώσει έστω και λίγο πως μπορεί να φύγουμε απ’ αυτόν, πως μπορεί να μας χάσει εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς του, τότε ο ίδιος θα πέσει ξανά με ευκολία στο ίδιο σφάλμα.

Καταρχάς, αν δεν τον αφήσουμε να υποστεί τις συνέπειες των αρνητικών πράξεών του, δε θα καταλάβει τη σοβαρότητα αυτού που προκάλεσε. Όταν προσπερνάμε κάτι άσχημο που κάνει, είναι σαν να αφαιρούμε οι ίδιοι τη σοβαρότητα της πράξης του, σαν να σβήνουμε την ευθύνη του και να υπονοούμε με την αντίδρασή μας πως «εντάξει, δεν έγινε και τίποτα». Αν δεν αντιληφθεί, επομένως, τι μπορεί να συνέβαινε ύστερα απ’ το λάθος του κι ότι μπορεί ακόμη και να μας έχανε, τότε θα θεωρήσει κι εκείνος πως αυτό που έκανε δεν ήταν και τόσο κατακριτέο.

Όταν δεν αφήνουμε το σύντροφό μας να βραχεί απ’ την καταιγίδα που μόνος του προκάλεσε στη σχέση μας, τότε θα είναι σίγουρος πως δε θα βραχεί ούτε την επόμενη φορά που θα την επαναλάβει. Αφού θα είναι εκ των προτέρων βέβαιος πως αν ξανακάνει το ίδιο, δε θα αλλάξει κάτι μεταξύ μας κι εμείς θα τον δεχτούμε αμέσως πίσω, τότε καμία σκέψη δε θα τον εμποδίζει απ’ το να το επαναλάβει. Έτσι, λοιπόν, του αφαιρούμε το φόβο –ότι θα φύγουμε απ’ αυτόν– που θα τον απέτρεπε απ’ την όποια αρνητική πράξη.

Δείχνοντας υπερβολική επιείκεια στο σύντροφό μας και συγχωρώντας χωρίς δεύτερη σκέψη ό,τι κάνει, δε θα μπορούμε παρά να τα κάνουμε όλα να επιτρέπονται στο τέλος, ακόμα κι εκείνα που μας πληγώνουν. Τότε, θα πάψουν να τηρούνται ως και τα αυτονόητα κι ο σύντροφός μας θα χάσει το σεβασμό του απέναντί μας, αφού πρώτα οι ίδιοι θα δείχνουμε ότι δε σεβόμαστε τον εαυτό μας, μην έχοντας ένα μέτρο που θα διαχωρίζει το τι είναι αξιόμεμπτο και τι όχι.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως όταν σύντροφός μας πιάνει ένα βέλος στα χέρια του και τρυπά τα σύννεφα (και τα συναισθήματά μας), πρέπει –έστω και λίγο– να τον αφήνουμε βρέχεται απ’ τη βροχή που προκαλεί. Διαφορετικά, αν δε νιώσει το κρύο νερό της στο πετσί του, δε θα σταματήσει ποτέ να ρίχνει τα βέλη του και να φέρνει βροχή στη σχέση.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη