Υπάρχουν δύο ίδια μακριά μονοπάτια, στρωμένα με κάρβουνα. Το πρώτο μονοπάτι οδηγεί σ’ εκείνο που θέλουμε. Το δεύτερο μονοπάτι οδηγεί στο άγνωστο, δηλαδή, μπορεί στο τέρμα του να πάρουμε αυτό που θέλουμε, ίσως όμως και να μη βρούμε αυτό που επιθυμούμε.
Στο πρώτο μονοπάτι, λοιπόν, επειδή το τέρμα του θα μας επιφυλάσσει αυτό που επιδιώκουμε, θα περπατάμε κι απλώς θα λερωνόμαστε απ’ τα κάρβουνα. Στο δεύτερο μονοπάτι, όμως, που δε θα ξέρουμε πού θα μας βγάλει, τα κάρβουνα θα είναι αναμμένα και κάθε βήμα μας θα μας καίει και θα μας πονά.
Ας πούμε ότι το μονοπάτι είναι μια σχέση. Όταν, λοιπόν, το διασχίζουμε με τη βεβαιότητα πως στο τέλος του θα πάρουμε αυτό που θέλουμε απ’ τη σχέση, τότε απλώς θα λερωθούμε πάνω στα κάρβουνα κι η πορεία μας στη σχέση θα είναι δύσκολη, αλλά όχι τόσο επίπονη.
Αν, όμως, προχωρούμε στο μονοπάτι, χωρίς να ξέρουμε αν η σχέση θα μας βγάλει σε κάτι καλό, τότε θα είναι αβάσταχτη η διαδρομή μας κι οι πληγές που θ’ αποκτήσουμε περπατώντας πάνω στ’ αναμμένα κάρβουνα δε θα μπορούν παρά να μας επιβαρύνουν ανυπόφορα και βασανιστικά.
Λέγοντας πως προχωρούμε με τη βεβαιότητα πως η σχέση θα φέρει το αποτέλεσμα που επιδιώκουμε δεν εννοούμε τίποτα παραπάνω παρά ότι υπερισχύουν οι θετικές ενδείξεις, που προμηνύουν μια καλή εξέλιξη. Ενώ, όταν καίνε τα κάρβουνα, οι θετικές ενδείξεις είναι ανάμεικτες με αποθαρρυντικά δείγματα κι έτσι οι ελπίδες ότι η σχέση θα οδηγήσει σ’ αυτό που θέλουμε μία καταρρίπτονται και μία αναγεννιούνται.
Καταρχάς, η ανάγκη μας να βρούμε μια επιβεβαίωση που δεν είναι εμφανής, ανάβει τα «κάρβουνα». Όταν προχωρούμε στη σχέση και δεν υπάρχουν αρκετές καλές ενδείξεις, μπαίνουμε στη διαδικασία να ζητιανέψουμε για ένα θετικό δείγμα, που θ’ αποτινάξει τις ανησυχίες μας. Όμως, όσο θα ψάχνουμε για μια ξεκάθαρη επιβεβαίωση και δε θα μπορούμε να τη βρούμε, θα μας καίει ο φόβος για την πορεία της σχέσης.
Το γεγονός πως αν είχαμε τη βεβαιότητα στα χέρια μας θα μπορούσαμε να μείνουμε ή να φύγουμε απ’ τη σχέση είναι ένας ακόμη λόγος που καθιστά δύσκολη την ύπαρξή μας σ’ αυτήν. Θα θέλαμε να ξέραμε, έστω στο περίπου, πού θα οδηγήσει η σχέση, για να βγούμε έγκαιρα απ’ αυτήν, προτού να ταλαιπωρηθούμε χειρότερα και χωρίς καλό αποτέλεσμα.
Τα κάρβουνα ανάβουν σε μια αβέβαιη σχέση κι απ’ τη συνεχή κατάρριψη κι αναγέννηση των ελπίδων μας για την έκβασή της. Η εναλλαγή των προοπτικών για την εξέλιξη της σχέσης μας φθείρει, γιατί αναιρούνται απότομα τα θετικά δείγματα. Έτσι, όταν τη μία βλέπουμε πως πηγαίνει καλά και την άλλη αντιλαμβανόμαστε πως ίσως και να μην οδηγήσει εκεί που επιθυμούμε δε θα μπορούμε να την απολαύσουμε και να περάσουμε καλά μέσα σ’ αυτήν.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως τα κάρβουνα σε μια σχέση δε γίνεται να μην είναι αναμμένα. Κι όταν οι θετικές ενδείξεις δεν υπερισχύουν στο «μονοπάτι», τότε τα κάρβουνα θα καίνε βασανιστικά και θα καθιστούν αφόρητη τη διαδρομή μας στη σχέση.
Αντιθέτως, όμως, όσο περισσότερες θετικές ενδείξεις υπάρχουν για την έκβαση της σχέσης, τόσο πιο χαμηλή θα είναι η φωτιά στα κάρβουνα κι έτσι, παρ’ όλο που θα είναι αναμμένα θα είναι βιώσιμη η πορεία μας πάνω σ’ αυτά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη