Μια αλεπού έκανε παρέα, τάχα, με μια φοράδα. Κατά βάθος, ωστόσο, μήτε που άντεχε να τη βλέπει μπροστά της, καθώς δεν μπορούσε ν’ αποδεχθεί πως ήταν ταχύτερή της. Εκείνο που πιότερο εξόργιζε την αλεπού, ήταν που η φοράδα έτρωγε από ένα συγκεκριμένο χορτάρι και γινόταν, χάρη σ’ αυτό, ακόμη πιο γρήγορη. «Θα της το ξεριζώσω εγώ το χορτάρι της», συλλογιζόταν, μα στο τέλος σκέφτηκε κάτι καλύτερο: «Όχι, γιατί ν’ αφανίσω εγώ το χορτάρι και να φανώ πάλι η ύπουλη, η κακιά, η πανούργα;».
Κι έτσι, λοιπόν, κοντοζύγωσε τον αμέσως πιο δυνατό της εχθρό, το λαγό. «Αχ, καλέ μου λαγέ», άρχισε να του λέει. «Ξέρεις πόσο παραδέχομαι την ταχύτητά σου και για εμένα εσύ θα ‘πρεπε να κερδίζεις κι όχι αυτή η φοράδα. Το ‘ξερες ότι τρώει από ένα ειδικό χορτάρι και γι΄αυτό πάντα νικά;».
Ο λαγός είπε απλώς πως δεν είχε ιδέα κι άφησε την αλεπού να συνεχίσει. «Εγώ λέω, λαγέ μου, πως δεν πρέπει να το αφήσεις έτσι αυτό, αφού σου χαλάει τη φήμη σου, μιας κι εσύ είσαι αυτός που φημίζεται για τη γρηγοράδα του. Πήγαινε ξερίζωσέ της το, λοιπόν, το αναθεματισμένο το χορτάρι, τι περιμένεις; Να ‘ρθει η ώρα που θα σε εξευτελίσει εντελώς, που θα πάρει εκείνη τον τίτλο σου και που θα ‘λένε πω αυτή είναι η ταχύτερη;».
Ο λαγός, ακούγοντας τα λόγια αυτά της αλεπούς κατάλαβε πως έσκαγε απ’ το κακό της που η φοράδα ήταν πιο γρήγορη απ’ αυτή και πως ήθελε να τον χρησιμοποιήσει για να επωφεληθεί η ίδια. Ωστόσο, καμωνόταν πως δεν είχε καταλάβει την παγίδα της και πως δεν αντιλήφθηκε πως ο σκοπός της ήταν ν’ αναμείξει το λαγό στην υπόθεση για να μην μπλέξει εκείνη, μα και για να τον βλάψει κι αυτόν με κάποιον τρόπο.
Σαν αυτήν την αλεπού, λοιπόν, θα την πάθουμε κι εμείς, αν θεωρήσουμε πως είμαστε πιο έξυπνοι απ’ τους άλλους και με ύπουλο τρόπο προσπαθήσουμε να τους χρησιμοποιήσουμε για να επωφεληθούμε οι ίδιοι.
Καταρχάς, η αλεπού πίστευε πως ο λαγός δε θα αντιλαμβανόταν πως ήθελε απλώς να τον χρησιμοποιήσει, όχι για το καλό του, όπως τάχα ισχυριζόταν, αλλά ως μέσο για να αποδυναμώσει τη φοράδα. Ήταν σίγουρη, δηλαδή, πως ήταν εξυπνότερή του, μιας και θεωρούσε δεδομένο πως δε θα καταλάβαινε την παγίδα της. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, όχι μόνο δε θα τη βοηθούσε ο λαγός, άλλα θα μάθαινε κιόλας τις προθέσεις της, αφού του τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι, και θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει ακόμα κι εναντίον της.
Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν θεωρούμε πως κάποιος δεν είναι τόσο έξυπνος όσο εμείς, τότε θα πάμε να του μιλήσουμε δίχως να φροντίσουμε να προφυλαχτούμε, καθώς πιστεύουμε πως είναι ανίκανος να χρησιμοποιήσει κάτι απ’ τα λεγόμενά μας εναντίον μας. Στο τέλος, ωστόσο, ίσως ν’ αντιληφθεί τον πραγματικό μας σκοπό και να μας τη φέρει εκεί που δεν το περιμένουμε.
Επιπλέον, αν θεωρήσουμε ότι είμαστε πιο έξυπνοι από κάποιον, πόσο μάλλον αν αυτός είναι κι ανταγωνιστής μας, και πάμε να κερδίσουμε κάτι απ’ αυτόν, τότε δε θα διστάσει να παίξει κι αυτός το παιχνίδι μας. Δηλαδή, όπως ο λαγός καμωνόταν πως δεν είχε πάρει πρέφα την παγίδα της αλεπούς, έτσι κι εκείνος που πάμε να εξαπατήσουμε, αν αντιληφθεί τις προθέσεις μας, δε θα τον συμφέρει να μας ξεμπροστιάσει. Αντιθέτως, θα παριστάνει πράγματι τον αφελή, μα την ίδια ώρα θα μαθαίνει τα πάντα για εμάς, από εμάς τους ίδιους.
Τέλος, την παθαίνουμε όταν πιστεύουμε πως είμαστε πιο έξυπνοι απ’ τους άλλους, καθώς έτσι, θα προτιμούμε να εξαπατούμε για να κερδίζουμε και δε θα κοπιάζουμε. Δηλαδή, χρησιμοποιούμε τον πιο εύκολο και πιο ύπουλο τρόπο για ν’ αποσπάσουμε αυτό που θέλουμε και επιδιδόμαστε στο να σκεφτούμε τι να κάνουμε για να ξεγελάσουμε τον άλλον, κι όχι στο πώς να εξελίξουμε τον εαυτό μας, για να κερδίσουμε με τον πιο δίκαιο, μα κι επίπονο τρόπο.
Κι έτσι, λοιπόν, η αλεπού ήθελε να πάει ο λαγός να ξεριζώσει το χορτάρι, για να μην το φάει η φοράδα και να μην την κερδίσει. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα έμπλεκε και τον λαγό, γιατί θα φώναζαν όλοι πίσω από την πλάτη του: «ο λαγός έκοψε το χορτάρι της καημένης της φοράδας, γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να την κερδίσει» κι έτσι θα έπεφτε κι η ψυχολογία του λαγού.
Μα στο τέλος, δυστυχώς, ο λαγός, αφού κατάλαβε τις προθέσεις της αλεπούς, πήγε στη φοράδα, της είπε τι του παράγγειλε να κάνει, ξερίζωσαν μαζί το χορτάρι, για να νομίζει η αλεπού πως δε θα το ‘τρωγαν, το έφαγαν, όμως, κρυφά, την ίδια στιγμή η αλεπού έμεινε ήσυχη, δεν κόπιασε για να γίνει πιο γρήγορη, κι έτσι, λαγός και φοράδα, την συνέτριψαν με την ταχύτητά τους κι απόμεινε η πανέξυπνη -κατά τ’ άλλα- αλεπού, να τους κοιτάζει και να τρώει με το κουταλάκι τη σκόνη τους.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.