Ας φανταστούμε έναν ταλαντούχο ζωγράφο, που χωρίς να έχει καμία υποχρέωση, δεν περνάει μέρα που να μην καταπιάνεται με την τέχνη του. Ζωγραφίζει, λοιπόν, αδιάκοπα και με την ψυχή του κι η απόδοσή του φαίνεται να είναι η μέγιστη δυνατή.
Αν πάρουμε, όμως, τον ίδιο ζωγράφο και τον αναγκάσουμε να ζωγραφίζει κάθε μέρα, με τον τρόπο που εμείς θα ορίσουμε και με το αποτέλεσμα που εμείς επιδιώκουμε στα έργα του, τότε αναπόφευκτα, ο ζωγράφος δε θα ζωγραφίσει με την ίδια όρεξη, αλλά κι η απόδοσή του θα μειωθεί.
Η κατάπτωση του ζωγράφου οφείλεται στ’ ότι αναγκάστηκε να κάνει κάτι, παρόλο που ήταν αυτό που θα έκανε, έτσι κι αλλιώς. Ορίζοντάς του, επομένως, ότι έπρεπε να ζωγραφίσει και αναγκάζοντάς τον να το κάνει, δώσαμε τη μορφή «δουλειάς» στην τέχνη του και μειώσαμε, έτσι, την όρεξη και συνεπώς, την απόδοσή του.
Με τον ίδιο τρόπο, όταν αναγκαζόμαστε να κάνουμε κάτι, τότε θα το δούμε σαν δουλειά, έστω κι αν αυτό σκοπεύαμε να κάνουμε κι από μόνοι μας. Όπως κάθε δουλειά, λοιπόν, γίνεται συνήθως ακόμη και μ’ αποστροφή, έτσι κι αυτό που θα κάνουμε επειδή θ’ αναγκαστούμε, δε θα δοθεί με την ψυχή μας.
Ο πρώτος λόγος, λοιπόν, που μας κάνει να δίνουμε πιο δύσκολα κάτι, όταν είμαστε αναγκασμένοι να το κάνουμε, είναι ότι αυτό παίρνει τη μορφή δουλειάς στο μυαλό μας. Η υποχρέωση που έχουμε -να δώσουμε- μοιάζει με καταναγκαστική εργασία και γίνεται με δυσαρέσκεια. Δεν απολαμβάνουμε, έτσι, τη χαρά του «δούναι», αλλά μπορεί να νιώσουμε ακόμη κι αποστροφή απέναντι σ’ αυτόν που δίνουμε.
Με τον ίδιο τρόπο που αντιδρούμε στο «δεν πρέπει» και τείνουμε να κάνουμε αυτό που μας απαγορεύτηκε, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το «πρέπει». Όπως, πολύ πιθανόν, θ’ απαντούσαμε με παραβίαση στην απαγόρευση, έτσι κι αυτό που θα μας επιβληθεί, δε θα θέλουμε να το κάνουμε. Οι υποδείξεις, επομένως, δεν μπορούν παρά να έχουν το αντίθετο, απ’ το επιδιωκόμενο αποτελέσμα.
Μια ακόμη αιτία που μας κάνει να μη θέλουμε να δώσουμε κάτι όταν πρέπει να γίνει αναγκαστικά, είναι η αφαίρεση της ελευθερίας απ’ τις επιλογές μας. Όταν μας κατάσχεται το δικαίωμα που έχουμε ν’ αποφασίζουμε τι θα δώσουμε και πώς θα το δώσουμε κι αντιθέτως, αυτό αποφασίζεται από άλλους, τότε δημιουργείται η εντύπωση ότι μας δίνονται οδηγίες, που οφείλουμε ν’ ακολουθήσουμε. Έτσι, θα κάνουμε εκείνο που μας ζητήθηκε, όχι όμως μ’ ευχαρίστηση, αλλά απλώς για να τελειώνουμε μ’ αυτό.
Τέλος, η καταπίεση που αισθανόμαστε όταν πρέπει να δράσουμε με τον τρόπο που μας ορίζουν, μας κάνει να βλέπουμε μ’ απέχθεια αυτό που θα κάνουμε. Το γεγονός ότι δε θα μπορούμε να παρεκκλίνουμε απ’ αυτό που μας ζητήθηκε, θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο την πίεση που θα νιώθουμε. Έτσι, όχι μόνο δε θα ευφρανθούμε που θα προσφέρουμε, αλλά θα επιβαρύνουμε και τη διάθεσή μας.
Βλέπουμε, επομένως, πως όπως ο ζωγράφος δε θα ζωγράφιζε με την ίδια όρεξη όταν θα ήταν αναγκασμένος να το κάνει, έτσι κι εμείς, όταν πρέπει να κάνουμε κάτι, τότε δε θα προχωρήσουμε σ’ αυτό με ευχαρίστηση. Αντιθέτως, θα το δούμε σαν καταναγκαστική εργασία και θα την τελειώσουμε με δυσφορία κι αγανάκτηση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου