Ένας τίγρης, βγήκε ένα βράδυ για νερό και βρήκε εμπρός του μια λίμνη. Διψασμένος σαν ήταν, βουτούσε το στόμα του αχόρταγα μες στο νερό και του φαινόταν πως δεν το ‘χε γευτεί ποτέ ξανά, τόσο πολύ δροσερό.
Ο τίγρης, λοιπόν, προτού προφτάσει ακόμη να καταπιεί την τελευταία του γουλιά, άκουσε μια φωνή να βγαίνει απ’ αυτό το παράξενο το νερό. «Το νερό που ήπιες είναι μαγικό κι έχω γι’ αυτό μια χάρη να σου κάνω: Μπορώ ευθύς αμέσως να σε μεταμορφώσω σε λιοντάρι. Θα σε θαυμάζουν όλοι, θα υποκλίνονται εμπρός σου και θα τρέμουν σαν θα συλλογίζονται τη δύναμή σου. Μπορεί και τώρα να ‘σαι δυνατός, μα δεν αρκεί, αφού κανένας δε σε λογαριάζει για τόσο ισχυρό. Φτάνει να μου πεις το “ναι”, λοιπόν, και θα σε κάνω βασιλιά.»
Ο τίγρης έμεινε ασάλευτος, σαν άκουσε αυτά τα παράξενα και, στ’ αλήθεια, θελκτικά λόγια που έβγαιναν απ’ τη λίμνη. «Μπορεί και τώρα να ‘μαι δυνατός, μα κανείς δε με λογαριάζει για τόσο ισχυρό», μουρμούριζε τη φράση που εισχώρησε πιο δυνατά μέσα στην καρδιά του.
Άξαφνα, όμως, σκέφτηκε: «Μα εμένα μου αρέσει που δε με πιστεύει κανένας για τόσο δυνατό. Μου φτάνει που ξέρω εγώ πόσο δυνατός είμαι». Κι ο τίγρης, λοιπόν, ευχαρίστησε το νερό για την τόσο δελεαστική χάρη που ήθελε να του κάνει, αρνήθηκε με σιγουράδα την πρότασή του αυτή και δεν έγινε ποτέ βασιλιάς.
Σαν αυτόν τον αλλόκοτο τίγρη φερόμαστε και μερικοί άνθρωποι, λοιπόν, και προτιμούμε να παραμένουμε στη θέση που έχουμε, κι ας είναι αυτή που δέχεται τη λιγότερη δόξα και τον λιγότερο θαυμασμό.
Καταρχάς, όπως ο τίγρης δεν είχε την ανάγκη να ξέρει κανείς για τη δύναμη που πραγματικά διέθετε, καθώς του αρκούσε που γνώριζε ο ίδιος πόσο δυνατός ήταν, έτσι κι εμείς βρίσκουμε ευχαρίστηση με την κρυφή επίγνωση των δυνατοτήτων μας. Μπορεί ακόμη και να προτιμούμε, δηλαδή, να μη μας λογαριάζουν για τόσο δυνατούς κι ας δεχόμαστε και την υποτίμησή τους ακόμη, καθώς μέσα μας θα σκεφτόμαστε με ηδονή πάντα: «Με υποτιμάς, μα αν ήξερες την πραγματική δύναμή μου, αν ήξερες τι έχω καταφέρει, δε θα ξεστόμιζες τα λόγια σου αυτά».
Ίσως, όμως, να προτιμούμε τη θέση με τη λιγότερη δόξα, καθώς είναι κι η θέση που μας επιτρέπει να κάνουμε λάθη και να μην τα προσέχει κανένας. Αναπόφευκτα, όταν όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω μας, τότε έστω και το μικρότερο ατόπημά μας θα εντοπίζεται και, το χειρότερο, θα κατακρινόμαστε γι’ αυτό. Κατέχοντας, λοιπόν, μιαν απαρατήρητη θέση, το όποιο λάθος μας θα περνά στο ντούκου, κι επομένως, δε θα ντρεπόμαστε γι’ αυτό σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Ο τίγρης, όμως, μπορεί να μην ήθελε τις ευθύνες που θα είχε ένας βασιλιάς, γι’ αυτό και να αρνήθηκε να μεταμορφωθεί σε λιοντάρι. Κι εμείς, λοιπόν, προτιμούμε πολλές φορές να κατέχουμε μια θέση που να μην έχει πολλές ευθύνες κι ας μη γνωρίσουμε γι’ αυτό την απόλυτη καταξίωση ποτέ στη ζωή μας, καθώς δε θέλουμε να εξαρτώνται από εμάς άλλοι άνθρωποι και για χάρη μας, μάλιστα, να φτάσουν και να ζημιωθούν ακόμη.
Τέλος, ίσως ο τίγρης να μη θεωρούσε πως το να ‘ναι κανείς βασιλιάς είναι και κάτι το τόσο σπουδαίο και να έβρισκε τον τίτλο αυτόν ένα αχρείαστο προνόμιο. Έτσι κι εμάς, λοιπόν, δε μας ενδιαφέρει ν’ αποκτήσουμε δόξα στη ζωή μας, αφού την υποτιμούμε ως αγαθό. Μα μπορεί ακόμη κι από συστολή να μην τη θέλουμε, καθώς μια περίοπτη θέση θα μας έκανε, στ’ αλήθεια, να αισθανόμαστε άβολα.
Κι έτσι, λοιπόν, ο τίγρης αρνήθηκε να μεταμορφωθεί σε λιοντάρι κι ήταν και πολύ χαρούμενος, μάλιστα, που δε δέχτηκε και που δε λογάριαζε κανένας τώρα τη δύναμή του. Του άρεσε καλύτερα έτσι, που ήξερε μόνον εκείνος πόσο δυνατός ήταν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη