Μια φοράδα άκουσε μια φωνή που ερχόταν κάτω από τη γη. «Βοήθεια», ζητούσε επιτακτικά, μα η φοράδα μήτε που κοντοστάθηκε για να αφουγκραστεί το πρόβλημα, μιας και συλλογίστηκε αδιάφορα: «Κανένα ταπεινό σκουλήκι πρέπει να είναι, για να βρίσκεται χωμένο στο χώμα».
Έπειτα, ωστόσο, ακούστηκε ένας παρατεταμένος βρυχηθμός. Η φοράδα τότε εμβρόντητη έμεινε στη θέση της, μην μπορώντας να πιστέψει εκείνο που άκουσε. «Ένα λιοντάρι;», αναρωτήθηκε, «μα, τι γυρεύει κάτω απ’ τη γη;». Κι έπειτα: «Ω, μα αν το σώσω, θα γίνω η περιβόητη φοράδα που γλίτωσε το λιοντάρι απ’ τα έγκατα της γης». Κι ευθύς αμέσως, λοιπόν, αφού εκείνος που ζητούσε τη βοήθειά της ήταν λιοντάρι κι όχι σκουλήκι, έσπευσε να το βοηθήσει και να το ανασύρει στο έδαφος.
Σαν αυτήν την διψασμένη για δόξα φοράδα, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές, κι αλλάζουμε στάση απέναντι σε κάποιον, όταν μαθαίνουμε τελικά πως είναι κάποιος επιφανής και σπουδαίος.
Καταρχάς, η φοράδα πίστεψε πως αν παρείχε τη βοήθειά της σε ένα επιφανές πρόσωπο σαν το λιοντάρι, ύστερα, οπωσδήποτε, εκείνο θα την ευγνωμονούσε και θα διαπόμπευε σ’ όλους πως μια φοράδα το έσωσε και πως σ’ αυτήν οφείλει τη ζωή του. Κι έτσι, ονειρευόταν πως η μούρη της από τότε θα βρισκόταν κοτσαρισμένη σε κάθε γωνία με την επιγραφή «Η θαυμαστή φοράδα που γλίτωσε το λιοντάρι». Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν αντιλαμβανόμαστε πως έχουμε μπροστά μας ένα επιφανές πρόσωπο, επιστρατεύουμε τους πιο καλούς μας τρόπους κι όλη μας την εξυπηρετικότητα, μιας και θαρρούμε πως έτσι, θα του κάνουμε εντύπωση και πως θα μας μνημονεύει αργότερα ως το εξαίρετο πρόσωπο που συνάντησε κάποτε στο διάβα του.
Επιπλέον, πόσο θα το υπερηφανευόταν αργότερα η φοράδα, όταν αδιάφορα, τάχα, και πολυάσχολα, θα πετούσε σε μιαν κουβέντα της: «Α, προχθές εγώ ανέσυρα ένα λιοντάρι στη γη και δε βρήκα χρόνο να τρέξω μαζί σας». Δηλαδή, η συμπεριφορά μας αλλάζει όταν ένα σημαίνον πρόσωπο βρίσκεται αντίκρυ μας, μιας και η κουβέντα μαζί του θα μας χρησιμέψει για αργότερα, ώστε να μπορούμε να υπερηφανευόμαστε πως σταθήκαμε δίπλα από έναν επιφανή ως όμοιοί του και πως τόσο πολύ τον εντυπωσιάσαμε, μάλιστα, που το κουβεντολόι μας δεν είχε τελειωμό.
Τέλος, αλλάζουμε στάση όταν μαθαίνουμε πως ο απέναντί μας είναι κάποιος σπουδαίος, μιας και συμφεροντολογικά σκεφτόμαστε πως αν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε σχέσεις μαζί του, ίσως αργότερα κάπου να μπορέσει να μας εξυπηρετήσει. Κι έτσι, πασχίζουμε να αναδείξουμε το καλύτερό μας πρόσωπο για να αποσπάσουμε την εκτίμησή του, ώστε να επωφεληθούμε κάποτε από αυτόν, ενώ υπολογίζουμε αδίστακτα: «Αν τον μαγέψω με τη συμπεριφορά μου, θα ‘χω πολλά να κερδίσω από εκείνον».
Κι έτσι, λοιπόν, η φοράδα ανέβασε το λιοντάρι στο έδαφος. «Σ’ ευχαριστώ, φοράδα, που μ’ ανέσυρες. Γιατί, όμως, άργησες να μου προσφέρεις τη βοήθειά σου;», τη ρώτησε με απορία. «Νόμιζα πως σκουλήκι τη ζητούσε, γι’ αυτό και δεν ευδόκησα νωρίτερα, βασιλιά μου, να σε βοηθήσω. Μα, μόλις τον βρυχηθμό σου άκουσα, ευθύς έτρεξα να σε εξυπηρετήσω». Το λιοντάρι, φανερά δυσαρεστημένο με την απόκριση της φοράδας, της είπε με μομφή: «Απ’ τα χέρια σου, που επιλέγουν σε ποια πλάσματα βοήθεια θα δώσουν, καλύτερα ποτέ, φοράδα, να μη σωζόμουν».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.