Μια κουκουβάγια τους είχε βαρεθεί όλους. «Εξυπηρετώ τον έναν, εξυπηρετώ τον άλλον με τις συμβουλές μου και στο τέλος δεν απομένει χρόνος για τη δικιά μου ζωή», συλλογίστηκε, λοιπόν, και αποφάσισε να αφανιστεί από προσώπου γης για να ησυχάσει απ’ όλους αυτούς που δε ζούσαν δίχως τις συμβουλές της.
Ένα βράδυ, ωστόσο, η κουκουβάγια πήγε να δει πώς πάνε όλοι χωρίς τη βοήθειά της κι άλλο πράγμα δεν άκουγε, εκτός από κλαψουρίσματα και αναφιλητά. Ο ένας πήγαινε να πέσει στον ποταμό να πνιγεί, ο άλλος να ριχτεί μες τη φωτιά μέχρι να γίνει στάχτη ή να πέσει απ’ τον γκρεμό να τσακιστεί για να ησυχάσει.
Η κουκουβάγια, τότε, σκέφτηκε με τρόμο: «Εγώ θα ‘μαι υπεύθυνη για ό,τι κακό τους συμβεί, μιας κι οι συμβουλές μου, απ’ ότι φαίνεται, ήταν αυτές που τους βοηθούσαν σε τόσο νοσηρές σκέψεις να μην πέφτουν». Κι έπειτα, αποφάσισε πως πρέπει, ευθύς αμέσως, να βρεθεί κοντά τους ξανά.
Σαν αυτήν την κουκουβάγια, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές και παρόλο που μπορεί να παραμερίζουμε τις δικές μας ανάγκες προκειμένου να βοηθήσουμε τους άλλους, ωστόσο δεν μπορούμε ν’ αποδεσμευτούμε απ’ τη φροντίδα τους, για να αφοσιωθούμε στη δικιά μας ζωή.
Καταρχάς, η κουκουβάγια ενώ είχε αντιληφθεί πως παραμέρισε τη δικιά της ζωή, προκειμένου να ικανοποιεί τους άλλους, θαρρούσε πως αφού τους άφησε να εξαρτηθούν απ’ αυτήν, ήταν τώρα υπεύθυνη για το κακό που θα τους συνέβαινε εάν τους παρατούσε. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν κάνουμε κάποιον να αισθανθεί πως θα μπορεί ν’ απευθυνθεί σ’ εμάς για ό,τι κι αν του συμβεί, είναι σαν να τον απαλλάσσουμε απ’ τη διαδικασία του να σκεφτεί μόνος του πώς να αντιμετωπίσει όσα του συμβαίνουν. Θα θεωρήσουμε, έτσι, τον εαυτό μας υπεύθυνο για ό,τι πάθει, αν τον αφήσουμε μόνο του και δεν καταφέρει να τα βγάλει πέρα.
Επιπλέον, όσο κι αν δυσανασχετούμε που αφήνουμε τις δικές μας ανάγκες, για να ικανοποιούμε τους άλλους, το γεγονός πως έχουν παραθέσει όλες τους τις ελπίδες σ’ εμάς, μας κάνει να αισθανόμαστε σημαντικοί. Το να υπολογίζει κάποιος τόσο πολύ στη βοήθειά μας είναι κάτι που υποδεικνύει πως έχει σε μεγάλη εκτίμηση την κρίση μας. Είμαστε, λοιπόν, κολακευμένοι απ’ αυτήν την έμμεση εκδήλωση θαυμασμού προς εμάς, για να τους αφήσουμε και ν’ ασχοληθούμε με τα δικά μας προβλήματα.
Τέλος, κι οι ίδιοι, κατά βάθος, μπορεί να μη θέλουμε ν’ αποδεσμευτούμε απ’ το ρόλο του «σωτήρα» που έχουμε, κι ας αφήνουμε στην άκρη τη δική μας ζωή. Μπορεί, δηλαδή, να έχουμε πάρει τόσο προσωπικά τη ζωή των άλλων που προσπαθούμε να σώσουμε, που να μας προξενεί μεγαλύτερη ικανοποίηση η ευχαρίστηση που θα αισθανθούν οι άλλοι με τη βοήθειά μας παρά η δική μας χαρά.
Η αφιλοκέρδειά μας, μάλιστα, μπορεί να κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση και σε εμάς τους ίδιους και να μη θέλουμε ν’ απαλλαγούμε απ’ τη σκέψη: «Για δες τι μεγάλη καρδιά που είμαι, αφού πιο πολύ με νοιάζουν οι άλλοι, παρά ο εαυτός μου. Αχ, πόσο σπανίζουν σήμερα άνθρωποι σαν κι εμένα».
Κι έτσι, λοιπόν, η κουκουβάγια επέστρεψε και όλοι έτρεξαν να τη συμβουλευτούν. «Αχ», παραπονιόταν ύστερα από λίγο, «πάλι βυθίστηκα στα προβλήματα των άλλων και παράτησα τη δική μου ζωή». Έπειτα, ωστόσο, με κρυφό καμάρι συμπλήρωσε: «Μα, τι να κάνω, που θα χαθούν όλοι αυτοί, αν πάλι εξαφανιστώ απ’ τη γη».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.