Παντού σπασμένα γυαλιά, όλα δικά μας και της σχέσης μας. Μου είπες να τα μαζέψω πριν φύγεις και με απείλησες πως αν δε μας απαλλάξω απ’ αυτά, θα συνεχιστεί η μάχη μας. Δεν τα μάζεψα όμως. Μ’ ένα σκούπισμα δε θα καταφέρουμε ν’ απαλλαγούμε απ’ τα γυαλιά. Κάθισα, έτσι, στο πάτωμα και προσπάθησα να τα κολλήσω ξανά. Ήθελα να σου κάνω έκπληξη, να σου επιστρέψω αλώβητο το γυαλί σου, όπως ήταν προτού αποφασίσεις να το σπάσεις. Και να συγκολλήσω και το δικό μου γυαλί, να το φέρω στη μορφή που το πρωτοσυνάντησες.

Να σου υπενθυμίσω ότι εσύ έκανες θρύψαλα το πρώτο γυαλί. Τα κομμάτια του πετάχτηκαν πάνω μου, πέρασαν ξυστά απ’ το δέρμα μου, αλλά δε με τραυμάτισαν σοβαρά. Έσπασα τότε κι εγώ τα γυαλιά μου πάνω σου. Δε φάνηκε να πληγώθηκες βαθιά, δύο γρατσουνιές μόνο διέκρινα στο μπράτσο σου.

Κι ευτυχώς, σε κάθε πάλη μας τα τραύματά μας ήταν ελαφριά. Όταν σπάζαμε τα γυαλιά μας η ουσία τους δεν εισχωρούσε μέσα μας. Ίσως να ήταν μια ιδιότητα που είχαν τα δέρματά μας να είναι ανθεκτικά στα γυαλιά που σπάζαμε. Ή ίσως, τα γυαλιά μας, να μην είχαν εξαρχής το σκοπό να μας τραυματίσουν σοβαρά.

Ποτέ οι λέξεις μας ή «τα γυαλιά μας», όπως ξεκινήσαμε να τις αποκαλούμε, δεν εισχωρούσαν πέρα απ’ την επιφάνειά μας, δε διείσδυαν στα πιο ζωτικά όργανα της σχέσης μας και δεν την επιβάρυναν, έτσι, ανεπανόρθωτα. Γι’ αυτό μπορούσαμε ακόμα να ζούμε με τα γυαλιά ανάμεσά μας, παρ’ όλο που η συμβίωση μαζί τους, δημιουργούσε άλλα προβλήματα.

Αναπόφευκτα, μ’ όλα τα σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα, έπρεπε να κινούμαστε πάντα προσεκτικά και με το βλέμμα στραμμένο σ’ αυτά. Όταν τύχαινε να πατήσουμε τα γυαλιά, που συνέβαινε μάλιστα συχνά, ρίχναμε ευθύνες ο ένας στον άλλο για την ύπαρξη και την επικινδυνότητά τους και δε διστάζαμε τότε να πετάξουμε ξανά τα γυαλιά μας, μέχρι οι λέξεις μας να πέσουν πάλι, κοφτερές κι απειλητικές, στο πάτωμα.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, ζούσαμε τον πόλεμό μας με τα απομεινάρια των μαχών ολόγυρά μας. Η κατάσταση απαγόρευε την αληθινή εκδήλωση των συναισθημάτων μας. Ο πόλεμός μας, μας ανάγκαζε να φαινόμαστε σκληροί και να θάβουμε τα πραγματικά αισθήματά μας πίσω απ’ τα αυστηρά προσχήματα της αντιπαλότητας που απαιτούσε μια μάχη.

Όταν γύρισες, έτσι, στο σπίτι, δε σου έδειξα πόσο χάρηκα που σε είδα, δε σου είπα πόσο πολύ μου έλειψες. Αντιθέτως, σε κοίταξα με ψεύτικη μοχθηρότητα για τα γυαλιά που μου είχες πετάξει προηγουμένως και, ακάθεκτα, συνέχισα να κολλώ τα γυαλιά μας στο πάτωμα χωρίς να σου χαρίζω ούτε ένα κοίταγμα συμπάθειας.

Προσπάθησες να με πλησιάσεις, μου έτεινες το χέρι για να συμφιλιωθούμε. Πριν καλά όμως ακουμπήσουν τα χέρια μας, πάτησες ένα γυαλάκι ξανά. Ποιος σ’ άκουγε τότε. Ξεκίνησες πάλι να φωνάζεις και να εξακοντίζεις τα γυαλιά σου εναντίον μου. Κι εγώ, φυσικά, σου πέταξα τα δικά μου, τι περίμενες;

Όταν πια δεν έμειναν άλλα γυαλιά για να πετάξουμε, κάθισες κι εσύ στο πάτωμα. Βάλθηκες να κολλήσεις μαζί μου τα σπασμένα γυαλιά. Είχες προσηλωθεί στη δουλειά σου κι έπαψες να με βλέπεις.

Τώρα που δε με κοίταζες, μπορούσα επιτέλους να σε δω με τη γλύκα που άρμοζε στα σ’αγαπώ μου. Δεν υπήρχε έτσι ο κίνδυνος να φανεί ότι υποχώρησα, ότι συγχώρησα, ότι κατά βάθος ο θυμός μου για εσένα δεν ήταν παρά η αγάπη μου, αναγκασμένη, όμως, να μπει στα καλούπια της μάχης μας και να φορέσει την παραλλαγή της.

Ακολουθούσα κάθε κίνησή σου, κάθε προσπάθειά σου να συγκολλήσεις ξανά το γυαλιά της σχέσης μας. Έβλεπα τη δυσφορία στο πρόσωπό σου, όταν δεν τα κατάφερνες και την ικανοποίηση όταν τα κομμάτια κολλούσαν ξανά.

Χαμογέλασα και συνέχισα κι εγώ να ενώνω τα σπασμένα γυαλιά μας. Έπρεπε να τα καταφέρουμε, έπρεπε να επαναφέρουμε τα γυαλιά στην αρχική τους μορφή.

«Ξέρεις, φαντάζομαι, τι λένε για τα σπασμένα γυαλιά…» γύρισες και μου είπες ξαφνικά.
«Ξέρω» σου απάντησα.
«Κι αν έχουν δίκαιο, λοιπόν, κι αν δεν κολλήσουν ποτέ ξανά;»
«Ε, ας μην κολλήσουν!»
«Μα, θ’ αντέχεις να πατάς κάθε μέρα πάνω σ’ αυτά;»
«Σιγά το πράγμα!» μου ξέφυγε τότε πολύ ειλικρινά και κοιταχτήκαμε μ’ ένα αληθινό βλέμμα αγάπης, που θα εμφανιζόταν όμως ξανά, μετά από πολύ καιρό.  Όπου και πάλι θα μας έβρισκε να κολλάμε γυαλιά. Αυτή είναι η αλήθεια.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου