Ένα γουρούνι έπαιρνε ξοπίσω το λιοντάρι και του φορτωνόταν: «Λάθος εντολή έδωσες. Τη γέφυρά σου ο άνεμος μόλις σθεναρά φυσήξει θα σου την πάρει, πώς με άχυρα περιμένεις να σταθεί; Λάσπη έπρεπε να βάλεις».
Το λιοντάρι, μήτε βλέμμα δεν καταδεχόταν να ρίξει στο γουρούνι κι έτσι, μήτε να το τιμωρήσει για το θάρρος του δε σκέφτηκε. «Να βάλω το νου μου εγώ, κοτζάμ λιοντάρι, μ’ ένα γουρούνι που καμιά σπουδαιότητα δε διαθέτει, δεν αξίζει».
Το γουρούνι, όμως, επέμενε: «Τόσο αδαής είσαι, μωρέ λιοντάρι; Τόσο άσχετος; Φτου, και να σου λεν πως είσαι και βασιλιάς. Μα ούτε μια εντολή της προκοπής και δεν είσαι άξιος εσύ να δώσεις». Το λιοντάρι βλέποντας πως το γουρούνι άρχισε να γίνεται προσβλητικό και με τα λόγια του να μειώνει την υπόληψή του, μήτε που ασχολήθηκε, ακόμη και τότε, μαζί του. «Σιγά μην προσβληθώ από ένα γουρούνι και μην του δώσω αξία με την προσοχή μου», μουρμούρισε, λοιπόν, και καμία σημασία δεν έδωσε στο γουρούνι.
Σαν αυτό το λιοντάρι, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές και πιστεύουμε πως δεν αξίζει να πάρουμε στα σοβαρά την περιφρόνηση κάποιου που μας συμφέρει να θεωρήσουμε ως κατώτερό μας.
Καταρχάς, το λιοντάρι, ανόητο δεν ήταν και βαθιά μέσα του ίσως λογική να βρήκε την ένσταση του γουρουνιού και να άρχισε και το ίδιο να σκέφτεται πως με λάσπη οπωσδήποτε η γέφυρα θα ήταν πιο γερή. Μα πού να έμπαινε στη διαδικασία να τροποποιήσει τις συμβουλές του κι άλλες οδηγίες να δώσει; Κι έτσι, περιφρονώντας τα λόγια ενός γουρουνιού, θεωρώντας τον πομπό τους ανάξιο λόγου, δε χρειάστηκε να μπει σε φασαρίες. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν δεχόμαστε μια προσβολή απ’ το σύντροφό μας μάς συμφέρει να τον θεωρήσουμε κατώτερό μας, ώστε να μην καταδεχθούμε να ασχοληθούμε με τη μομφή του και να μην μπούμε στον κόπο να διορθώσουμε κάτι, που μπορεί και στ’ αλήθεια να μην είναι σωστό.
Επιπλέον, η αίσθηση μεγαλείου που μπορεί να έχουμε μάς δίνει ανακούφιση για παν ενδεχόμενο. Ό,τι κι αν γίνει δηλαδή με το σύντροφό μας, εμείς πάντα θα ξέρουμε πως έχουμε την ανώτερη θέση μας και θα καταφεύγουμε σ’ αυτή για παρηγοριά. Θα λέμε: «Μπορεί άλλο κοντά μου να μην ήθελε να μείνει, μα όχι επειδή μου λείπει κάτι, αφού όλος ο κόσμος ξέρει τι περίφημο πλάσμα είμαι και πως καθένας θα έπρεπε να παρακαλάει στο πλάι μου να στέκεται». Κι ύστερα ακόμη πιο ακατάδεχτα: «Μα και κάτι καλύτερο θαρρώ πως άξιζα απ’ αυτόν».
Τέλος, όταν δεν καταδεχόμαστε να ασχοληθούμε με τις μομφές του συντρόφου μας, ίσως ανάγκη να έχουμε να πείσουμε τον ίδιο πως είμαστε κάτι που δεν επιδέχεται κριτικής. Δηλαδή, ίσως να ‘ναι ένας τρόπος να βάζουμε όριο, να προσδιορίζουμε μέχρι πού του δίνουμε το δικαίωμα να μας μέμφεται. Και απαξιώνοντας την περιφρόνησή του και δείχνοντάς του πως δεν καταδεχόμαστε να ασχοληθούμε μ’ αυτήν, πιστεύουμε πως ίσως αρχίσει κι αυτός να τη θεωρεί κατώτερή μας.
Κι έτσι, λοιπόν, το λιοντάρι δεν άκουσε το γουρούνι και ο άνεμος διαπέρασε τη γέφυρα και σκόρπισε τα άχυρα που σωριάστηκαν για να κτιστεί. Μα πιστεύοντας ακόμη τόσο πολύ στην ανωτερότητά του, δεν πικράθηκε διόλου μήτε για το σφάλμα του, μήτε που ένα γουρούνι πιο σοφά μίλησε απ’ τη μεγαλειότητά του.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.