Υπάρχουν μπροστά μας δύο γραμμές: η μία είναι πραγματική και οδηγεί στο σκοτάδι, η άλλη είναι φανταστική και οδηγεί στο φως. Πρέπει να επιλέξουμε, λοιπόν, ποια θ’ ακολουθήσουμε.

Ας υποθέσουμε πως επιλέγουμε ν’ ακολουθήσουμε τη φανταστική γραμμή που, όπως μας φαίνεται, θα μας βγάλει στο φως. Πατώντας, λοιπόν, πάνω στη γραμμή που δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, προκειμένου να πάμε στο φως, μπορεί να μας συμβούν τρία πράγματα:

Πρώτον, μπορεί να βρούμε πράγματι το φως. Δεύτερον, μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξαφανιστεί η φανταστική γραμμή, αφού δε βρίσκεται παρά μόνο στη φαντασία μας. Και, τέλος, το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί, είναι η φανταστική γραμμή να μην επιφυλάσσει το φως αλλά το σκοτάδι, που θα το βρίσκαμε, όμως, έτσι κι αλλιώς, αν ακολουθούσαμε την πραγματική γραμμή απ’ την αρχή.

Σ’ αυτό το σημείο, ας πούμε πως η πραγματική γραμμή συμβολίζει τη γραμμή της λογικής μας, που οδηγεί στο σκοτάδι καθώς μας υποδεικνύει πως τα πράγματα δε θα έχουν την έκβαση που θέλουμε. Η φανταστική γραμμή, απ’ την άλλη, είναι η γραμμή της καρδιάς μας ή του ενστίκτου μας, που μας δείχνει ότι στο τέλος μπορεί και να πάρουμε αυτό που θέλουμε. Αν επιλέγουμε, λοιπόν, ν’ ακολουθούμε το ένστικτό μας, τότε μπορεί να συμβούν όσα συνέβησαν κι όταν ακολουθήσαμε τη νοερή γραμμή στην αρχή του άρθρου μας.

Καταρχάς, όταν το ένστικτό μας μάς κάνει να βλέπουμε φως, όταν η λογική μας προεξοφλεί το σκοτάδι κι επιλέξουμε να το ακολουθήσουμε, τότε μπορεί στ’ αλήθεια να βρούμε το φως. Δεν είναι απίθανο, δηλαδή, πολλές καταστάσεις να μην μπορούν να εξηγηθούν λογικά και να είναι αδύνατον να καταφέρουμε να εκμαιεύσουμε μια αιτία, που ν’ αμφισβητεί ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν έτσι όπως δε θα τα θέλαμε. Οι αιτίες, όμως, μπορεί να υπάρχουν κι ίσως να μην μπορούμε να τις αρθρώσουμε και να τους δώσουμε υπόσταση με ξεκάθαρες σκέψεις, αλλά να τις αισθανθούμε μόνο.

Αν ακολουθούμε το ένστικτό μας, τότε δε θα έχουμε να καταπιαστούμε πάνω σε τίποτα χειροπιαστό, αλλά θα στηριζόμαστε μόνο σε προαισθήματα και εικασίες. Δε θα μπορούμε, επομένως, να έχουμε μια εξασφαλισμένη βεβαιότητα πως θα βγούμε τελικά εκεί όπου θα θέλαμε. Αντιθέτως, σε κάθε βήμα μας θα καραδοκεί ο κίνδυνος ν’ αμφισβητηθεί το ένστικτό μας και να διαψευθούν όσα πιστεύαμε πως υπήρχαν και να πάψει, έτσι, να υπάρχει κι η γραμμή που φανταστήκαμε.

Τέλος, το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί αν ακολουθήσουμε το ένστικτό μας, είναι να βρούμε αυτό που μας προμήνυε απ’ την αρχή η λογική μας, για το οποίο, όμως, θα είμαστε προετοιμασμένοι, αφού το μυαλό μας δε μας άφηνε να τ’ αποκλείσουμε ως ενδεχόμενο. Το μόνο για το οποίο θα έχουμε να μετανιώνουμε στην προκειμένη περίπτωση, είναι για το χρόνο που θα έχουμε χάσει, εμμένοντας σε μια κατάσταση που πιστεύαμε ότι θα μπορούσε να έχει θετική έκβαση.

Βλέπουμε, έτσι, πως οι γραμμές που μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε όταν προμηνύεται σκοτάδι, είναι πάντα δύο: αυτή που θα μας κάνει ν’ αποδεχθούμε αμέσως το σκοτάδι κι εκείνη που θα μας δώσει ελπίδες, πως δεν είναι αδύνατον να βγούμε, με κάποιον τρόπο, στο φως. Η δεύτερη γραμμή, λοιπόν, έστω κι αν δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας, ωστόσο μπορεί να μας βγάλει τελικά στο φως, όσο κι αν οι περισσότερες ενδείξεις το απέκλειαν ως ενδεχόμενο.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου