Μια πονηρή αλεπού φοβόταν μην τυχόν κι ο περίγυρος της φίλης της, της αγαθής κατσίκας, την επηρέαζε αρνητικά για την ίδια και της έλεγε πως «Η φίλη σου η αλεπού είναι μια παμπόνηρη» κι όχι μόνο αυτό, μα πως «Έχει κάνει μάλιστα το τάδε και το δείνα κακό».
Κι έτσι, η αλεπού σκέφτηκε πως έπρεπε να κάνει μια συμφωνία με τη φίλη της, την αγαθή κατσίκα, και να την πείσει με τρόπο πως, για το καλό της σχέσης τους, τάχα, θα ‘πρεπε να τα λένε όλα μεταξύ τους.
«Αχ, καλή μου κατσικούλα», ξεκίνησε, λοιπόν, η αλεπού. «Θα ‘θελα σήμερα να επισφραγίσουμε τη φιλία μας με μια συμφωνία: να τα λέμε όλα μεταξύ μας. Και θα κάνω εγώ την αρχή, λέγοντάς σου πως οι φίλοι μου δε σε πολυβλέπουν με καλό μάτι, καθώς λένε πως είμαστε παντελώς αταίριαστες μεταξύ μας.» Η κατσίκα, συγκινημένη απ’ αυτήν την αφοπλιστική ειλικρίνεια της αλεπούς, δέχθηκε να μην κρατούν τίποτα κρυφό η μία απ’ την άλλη.
Και μ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, η πονηρή αλεπού πέτυχε το εξής σπουδαίο: Αν οι φίλοι της αγαθής κατσίκας την κατηγορούσαν, όπως φοβόταν, εκείνη θα έτρεχε ευθύς να της το πει και τότε, η πανούργα, θ’ άρχιζε το θέατρο:
«Αχ, η ανάγκη μ’ έσπρωξε στις πονηρές πράξεις που γι’ αυτές με κατηγορούν οι δικοί σου, ούτε να τις αναθυμούμαι δεν μπορώ.» Κι ύστερα, θα μπορούσε να το πάει κι ακόμη πιο πέρα: «Μα είδες κι εσύ που επηρεάζεσαι απ’ αυτά που σου λένε και που ευθύς πας να με φταίξεις; Έτσι είν’ οι φίλοι, κατσίκα;». Κι έτσι, λοιπόν, η αγαθή κατσίκα δε θα ‘χε πια καμία αμφιβολία για την αγνότητα της αλεπούς κι η πανούργα αλεπού θα κατάφερνε τον σκοπό της.
Σαν αυτήν την αλεπού, λοιπόν, φερόμαστε κι εμείς μερικές φορές, κι όταν συμφωνούμε με τον σύντροφό μας να τα λέμε όλα μεταξύ μας, ίσως ν’ αποσκοπούμε κάπου, κάτι να θέλουμε να πετύχουμε μ’ αυτό, όχι και τόσο αγαθό.
Καταρχάς, όπως η αλεπού υποψιαζόταν πως, αργά η γρήγορα, θα έλεγαν στην κατσίκα για τις πονηριές της, έτσι κι εμάς μπορεί να μας κατατρώει η ίδια καχυποψία και να πιστεύουμε πως κάποια στιγμή θα μας κακολογήσουν στο σύντροφό μας. Αφού, όμως, θα μας ενημερώνει ευθύς για τις κατηγορίες που λέγονται εις βάρος μας, θα μπορούμε να του αλλάζουμε έγκαιρα γνώμη, προτού προλάβουν να τον επηρεάσουν σοβαρά τα όσα του μετέφεραν για εμάς.
Επιπλέον, όταν η αλεπού ξεκίνησε αυτή τη συμφωνία, λέγοντας στην κατσίκα ένα μυστικό δικό της και των φίλων της, ήταν σαν να την υποχρέωνε να της φερθεί το ίδιο «ειλικρινά» και να προβεί κι εκείνη σε κάποια εξομολόγηση. Κι εμείς, λοιπόν, πολλές φορές, διαλέγουμε να μοιραστούμε κάτι με τον σύντροφό μας, για να τον υποχρεώσουμε να μας εκμυστηρευτεί κι εκείνος κάτι, καθώς είναι σαν να του λέμε: «Εγώ σου απέδειξα πως σ’ εμπιστεύομαι και πως σου τα λέω όλα. Τώρα είναι η σειρά σου να το κάνεις».
Τέλος, όταν συμφωνούμε με τον σύντροφό μας να τα λέμε όλα μεταξύ μας και κάνουμε μάλιστα εμείς την αρχή με δικά μας μυστικά, δείχνουμε πόσο ηθικοί, τάχα μου, είμαστε. Η επιμονή μας για ειλικρίνεια θα του φανεί οπωσδήποτε ένα τιμιότατο χαρακτηριστικό και θα πιστέψει τυφλά στην αγνότητά μας, καθώς θα σκεφτεί πως για να κάνουμε μια τέτοια καθαρή συμφωνία, πάει να πει πως δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε. Κι έτσι, ύστερα, δε θα πιστεύει κι από μόνος του ό,τι αρνητικό κι αν μας καταλογίζεται.
Κι έτσι, λοιπόν, η κατσίκα θαρρούσε πως μεταξύ αυτής και της αλεπούς υπήρχε η πιο ειλικρινής σχέση και της ξεφούρνιζε ό,τι κι αν της έλεγαν για ‘κείνην. Κι η αλεπού, κάθε που τα ‘βρισκε δύσκολα, έμπηγε η πανούργα τα κλάματα κι έφταιγε πότε τη μάνα της που την έκανε αλεπού και πότε τη μοίρα, που δε θα την άφηνε ποτέ να βγάλει από πάνω της τη ρετσινιά της πονηρής. Κι η αγαθιάρα η κατσίκα πίστευε τότε κι εκείνη πως, ναι, τόσο πολύ την αδικεί η μοίρα, την αλεπού, την κακομοίρα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη