Είχαμε μια στρογγυλή πέτρα και την κυλούσαμε ο ένας στον άλλο. Κάποια στιγμή, όμως, φτάσαμε δίπλα από ένα γκρεμό, όπου η πέτρα μάς ξέφυγε κι έπεσε μέσα σ’ αυτόν.
Ήμασταν, όμως, δεμένοι με σχοινιά πάνω στην πέτρα και μπορούσαμε να την τραβήξουμε και να την ανεβάσουμε πάνω. Ο ένας, λοιπόν, επικεντρώθηκε στο ανέβασμα της πέτρας. Έβαζε όλη του τη δύναμη για να την φέρει πίσω. Ο άλλος, όμως, δεν μπορούσε να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια κι έτσι το μεγαλύτερο βάρος πήγαινε στον πρώτο που, με νύχια και με δόντια, επεδίωκε ν’ ανεβάσει την πέτρα. Κι όσο ο πρώτος έβλεπε πως ο σύντροφός του δεν έβγαζε το σκοινί από πάνω του, δικαιολογούσε τη λιγοστή δύναμη που έβαζε και δε μείωνε την προσπάθειά του.
Αυτός που ήθελε πάση θυσία ν’ ανεβάσει την «πέτρα» και να σώσει τη σχέση μας που είχε πέσει στον «γκρεμό», ήμουν εγώ. Όσο μας έβλεπα συναισθηματικά δεμένους πάνω της, πίστευα πως υπήρχαν ακόμη ελπίδες κι έτσι, αφού εξακολουθούσε να φορά το «σκοινί», συνέχιζα να προσπαθώ, παρόλο που δεν τραβούσε την «πέτρα» τόσο δυνατά, όσο εγώ.
Αφού τον έβλεπα, λοιπόν, να φορά ακόμη το σκοινί του και να μην εγκαταλείπει τη σχέση μας, θεωρούσα πως εξακολουθούσε να υπάρχει συναίσθημα απ’ την πλευρά του κι έτσι, επιστράτευα δικαιολογίες, που εξηγούσαν τη λιγοστή προσπάθεια που κατέβαλλε. Δεν απέρριπτα το ενδεχόμενο, δηλαδή, ότι μπορεί να μην ήταν ο άνθρωπος, που θα κουραζόταν για μια σχέση, όχι γιατί δε θα ήθελε να την σώσει, αλλά επειδή απ’ τη φύση του θα την αντιμετώπιζε έτσι.
Όμως, το συναίσθημα που ήταν ακέραιο και απ’ τη δική μου πλευρά ήταν ένας ακόμη λόγος που προσπαθούσα μ’ όλες μου τις δυνάμεις, για να σώσω τη σχέση μας. Ήταν συνειδητή η επιλογή μου, δηλαδή, να «τραβώ το σκοινί» με εξαντλητικό ρυθμό, προκειμένου ν’ ανεβάσω πάνω την «πέτρα», κι η επιθυμία μου να σωθεί η σχέση μας εξοστράκιζε τον εγωισμό, που ενδεχομένως να αισθανόμουν, για το γεγονός ότι εγώ προσπαθούσα πιο πολύ.
Η προοπτική να μπορούμε να κυλάμε ξανά την «πέτρα» ο ένας στον άλλο, μου ήταν τόσο προσφιλής, που δε με ένοιαζε ποιανού το χέρι, θα έβγαζε τη σχέση μας απ’ τον «γκρεμό». Η λαχτάρα μου, δηλαδή, να είμαστε ξανά καλά μαζί, ήταν μια ακόμη αιτία, που μ’ έκανε να προσπαθώ μ’ όλες μου τις δυνάμεις για να σώσω τη σχέση και να παραβλέπω το γεγονός, πως δεν υπήρχε και τόσο ισχυρή θέληση απ’ την άλλη πλευρά.
Όμως, όπως και οι δύο μαζί μπορούσαμε να «κυλάμε» την πέτρα πριν πέσει, έτσι και για το ανέβασμά της, δεν ήταν αρκετά μόνο τα δικά μου χέρια. Με λίγα λόγια, δεν ήταν δυνατόν μόνο με τη δική μου προσπάθεια, να σωθεί η σχέση μας κι η πέτρα ήταν πολύ βαριά για να τη σηκώσω.
Κάποια στιγμή, έτσι, κουράστηκα απ’ το βάρος που έπρεπε κανονικά να μοιραστεί και στους δυο μας. Αποφάσισα, τότε, ν’ αφαιρέσω πρώτα εγώ το σκοινί από πάνω μου, προτού δει την εξαντλημένη εικόνα μου κι αποφασίσει ν’ αποδεσμευτεί εκείνος απ’ το δικό του σκοινί και να εγκαταλείψει τη σχέση μας στον γκρεμό.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου