Ήταν σαν να μπήκα σε μια ψαρόβαρκα μαζί του. Αμολήσαμε τα δίχτυα μας, λοιπόν και πλέαμε στα νερά. Μέχρι να γυρίζαμε πίσω, όμως, έπρεπε να γεμίσουμε με ψάρια το δίχτυ μας. Διαφορετικά, δε θα είχε νόημα, για εμένα τουλάχιστον, το πλεύσιμό μας.
Έτσι, επικεντρώθηκα πάνω στο δίχτυ. Μονοπώλησε τη σκέψη μου η αναγκαιότητα να γεμίσει με ψάρια. Από την ώρα που ξεκινήσαμε να πλέουμε, με καταδίωκε ο φόβος να μην επιστρέφαμε πίσω με άδεια δίχτυα. Ακόμη και το ενδεχόμενο ν’ αγκιστρώναμε πολλά ψάρια, αλλά όχι αρκετά, ώστε να γέμιζε το δίχτυ μας, μου προκαλούσε αποστροφή. Έπρεπε να γεμίσει όλο το δίχτυ.
Η προσκόλλησή μου, όμως, πάνω στο αποτέλεσμα του πλευσίματός μας, μ’ έκανε να κοιτάζω το δίχτυ, αλλά να μη βλέπω εκείνον. Είχα δίπλα μου τον άνθρωπο που μ’ ενδιέφερε κι αντί ν’ απολαύσω το πλεύσιμό μαζί του, το παραμέρισα, για χάρη του τέλους του.
Ήθελα το τέρμα του να μας επιφύλασσε ένα δίχτυ γεμάτο ψάρια, δηλαδή, επιδίωκα ν’ αποκτούσα τα πάντα μαζί του. Αν το πλεύσιμό μας κι άρα η σχέση μας, δεν έφερνε ούτε ένα ψάρι στα δίχτυα μας και δεν οδηγούσε πουθενά, προτιμούσα να το ξέρω και να βγω απ’ τη βάρκα. Δε με ενδιέφεραν ούτε τα λίγα ψάρια και δεν ήθελα το αποτέλεσμα του πλευσίματός μας να ήταν ικανοποιητικό, αλλά όχι αρκετό, ώστε να συνεχίζαμε να πλέουμε μαζί, για μια ζωή.
Οι συνέπειες από την επιμονή μου για ένα γεμάτο δίχτυ, φυσικά υπήρχαν και ήταν επιβαρυντικές για τη σχέση μας. Καταρχάς, έδειχνα ότι ήμουν ένας επιμελής «ψαράς» και τίποτ’ άλλο. Με τη μονομανία μου στο αποτέλεσμα της πλεύσης, διαστρέβλωνα την πραγματική εικόνα μου. Επικεντρώθηκα πάνω στο δίχτυ και δε φρόντισα να δείξω στον άνθρωπο που έβαλα στη βάρκα μου, ότι ήμουν κι άλλα πράγματα, εκτός απ’ αυτό.
Η ανάγκη μου ν’ αποκτήσω τη βεβαιότητα ότι θα ήμουν για πάντα μαζί του, μου προκαλούσε και άγχος. Δεν μπορούσα ν’ απολαύσω την πλεύση μας κι ήταν σαν να παραμέριζα την ουσία της. Νόμιζα πως το δίχτυ είχε πρωταρχική σημασία για τη σχέση μας κι έσπευδα να ελέγχω συνέχεια την πληρότητά του. Ο φόβος ότι κάτι θα πήγαινε λάθος, με αποτέλεσμα να μην έπαιρνα αυτό που επιζητούσα από εκείνον, επισκίαζε τις φυσιολογικές αντιδράσεις μου και με πανικόβαλλε.
Έτσι, δεν περνούσε καλά στη βάρκα μαζί μου κι ήταν λογικό, να γοητευόταν από άλλες βάρκες, που έπλεαν πιο ανάλαφρα απ’ τη δική μας. Όχι επειδή απαραίτητα δεν ήθελε κι εκείνος ένα γεμάτο δίχτυ απ’ την πλεύση μας, αλλά γιατί ασφυκτιούσε καταλαβαίνοντας την εμμονή μου σ’ αυτό. Η ανάγκη του για μια πιο ξέγνοιαστη σχέση, δε χρειαζόταν να ειπωθεί, για να γίνει αντιληπτή.
Τότε, κατάλαβα πως και να γέμιζε το δίχτυ μας, μπορεί να σκιζόταν και να τα χάναμε όλα. Αν δεν περνούσε καλά μέσα στη σχέση, δε θα οδηγούμασταν πουθενά, όσα ψάρια κι αν πιάναμε. Έτσι, έπρεπε πάση θυσία ν’ απαλλαγώ από την επιμονή μου στο αποτέλεσμα της πλεύσης μας.
Παράτησα, λοιπόν, το δίχτυ της σχέσης μας στο έλεος του Θεού. Έπλεα δίπλα του χωρίς να με νοιάζει πόσα ψάρια θα πιάναμε κι αν θα φτάναμε μέχρι το τέλος μαζί. Ήταν πιο σημαντική μια ωραία κι ήρεμη πλεύση, από ένα γεμάτο δίχτυ κι η πορεία μέσα στη βάρκα θα ήταν τελικά αυτή, που θα όριζε και την έκβαση της σχέσης μας.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή