Από μικρά παιδιά κάνατε όνειρα για το μέλλον. Για το κοινό σας μέλλον. Κουμπαριές, κοινή συμβίωση, ταξίδια, καριέρες παράλληλες. Μια κοινή ζωή μακριά από γονείς και συγγενείς. Μόνο εσύ και το φιλαράκι σου. Είχατε φτιάξει τον δικό σας κόσμο στο κεφάλι σας κι είχατε ήδη έτοιμη τη ζωή σας. Κι όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο τα όνειρα πολλαπλασιάζονταν. Και μαζί τους η προσμονή, η ανυπομονησία, η χαρά, η ελπίδα.
Κάπου εκεί όμως, κοντά στην ενηλικίωση και λίγο πριν, είδατε πως τα όνειρα και τα θέλω του καθενός, σιγά-σιγά αλλάζουν. Ο τόπος που μεγαλώσατε, τον έναν σταμάτησε να τον καλύπτει. Δεν μπορεί να κάνει εκεί τα όνειρά του πραγματικότητα. Πρακτικά, δε γίνεται. Έπρεπε να ξεκινήσει γι’ αλλού, σε άλλη μεγάλη πόλη. «Πρέπει να φύγω» ακούστηκε από το στόμα του ενός μια μέρα κι έτσι, το «έλα να οραματιστούμε τις ζωές μας» έγινε «αν θέλεις να φύγεις εγώ σε στηρίζω» από το στόμα του άλλου. Κι ας ήταν δύσκολο, κι ας πονούσε πραγματικά πάρα πολύ.
Έφτασε κι η ώρα του αποχωρισμού. Δύσκολη ώρα. Επίπονη αρκετά, αλλά ήσασταν εκεί κι οι δύο. Γιατί αποφασίσατε πως η απόσταση δε θα σας χωρίσει. Δεν πρέπει να σας χωρίσει, όπως δε σας χώρισε και τίποτα άλλο τόσα χρόνια. Μερικές ώρες μακριά ο ένας από τον άλλον, μπορείτε να τα καταφέρετε. Μια θα έρχεται ο ένας, μια ο άλλος. Έτσι είπατε. Γιορτές μαζί, άντε και καλοκαίρι. Τι είναι μωρέ μερικές ώρες;
Κι ήρθαν οι πρώτες γιορτές αρκετά σύντομα. «Δουλεύω» είπε ο ένας, «θα πάω στο χωριό» είπε ο άλλος, φέρνοντας το πρώτο reality check. Είδατε πόσο δύσκολο είναι τελικά να διανύσει έστω ο ένας από τους δύο αυτά τα λίγα χιλιόμετρα. Είδατε ότι τελικά οι μερικές ώρες είναι «κάτι». Πως τα νέα δεδομένα με τα οποία ο καθένας διαμόρφωσε τη ζωή του, δεν άφηναν άπλετο χώρο για τον άλλο. Σχέσεις, δουλειά, σπουδές, υποχρεώσεις. Δε χωράει εύκολα ένα ταξίδι. Ο καφές στην πλατεία έγινε ένα προγραμματισμένο τηλεφώνημα. Το καθημερινό άραγμα, διάσπαρτα μηνύματα μέσα στη μέρα. Βιντεάκια που είδες και σκέφτηκες το φιλαράκι σου έρχονται και φεύγουν, όμως καμιά φορά δεν προλαβαίνουν να διαβαστούν. Οι δυσκολίες έγιναν τεράστια μηνύματα που περιμένουν απάντηση όταν επιτέλους θα συμβαδίσουν τα ωράρια.
Κι εκεί είναι το πιο δύσκολο κομμάτι. Στις χαρές και στις λύπες που θες τον φίλο σου, τον κολλητό σου δίπλα σου, μαζί σου. Κι εκείνος δεν είναι εκεί. Δεν μπορεί να είναι εκεί. Στέκεται ο ένας στον άλλον μέσα από ένα τηλέφωνο, ένα μήνυμα, μια βιντεοκλήση. Δεν κρατάει κακία κανείς σε κανέναν, αλλά η ανάγκη παραμένει ανάγκη. Ανάγκη να κάτσεις μαζί του σε μια ταράτσα ή ένα παγκάκι, με μια μπίρα στο χέρι και να συζητάτε για ώρες. Ανάγκη να βγείτε για ένα ποτό. Ανάγκη να είστε μαζί στα σημαντικά γεγονότα της ζωής του καθενός. Ανάγκη να είστε όπως όταν ήσασταν παιδιά. Να γελάτε με τα σχόλια των άλλων που σας περνούσαν για ζευγάρι. Να παίζετε σαν μωρά παιδιά. Μέσα στη μαυρίλα της καθημερινότητας να ξέρετε ότι θα έχετε μερικά λεπτά ή μερικές ώρες μόνο ο ένας τον άλλον. Απλά, λυτά κι απέριττα.
Όμως, όπως σε κάθε σχέση ζωής, στη στιγμή της αντάμωσης, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όλα είναι όπως παλιά. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, είστε το ίδιο δεμένοι, αγαπημένοι, ενωμένοι. Το παιδί μέσα σας που είχε κοιμηθεί, ξυπνάει και σκέφτεστε πόσο καλύτερα θα ήταν όλα αν ήσασταν πιο κοντά. Ακόμα, όμως κι αν είναι η επανένωσή σας λιγάκι μελαγχολική, έχει επέλθει πια η γνώση πως αν αγαπάς κάποιον βαθιά έχεις την υποχρέωση να τον αφήσεις να ανθίσει εκεί που θέλει. Και πως, εφόσον η φιλία σας άντεξε την απόσταση αυτή, μπορεί να αντέξει τα πάντα. Άλλωστε, στο πρώτο «σε έχω ανάγκη», θα τρέξετε. Ο κόσμος να χαλάσει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου