Χώρισες και πονάς. Το ξέρω, ξέρω και πόσο μάλιστα. Θέλεις ακόμα εκείνο το άτομο που αναγκάστηκες να αποχαιρετήσεις. Και το θέλεις τρελά. Το θέλεις περισσότερο από πριν. Τόνους περισσότερο, γιατί ακριβώς αυτή τη στιγμή δεν το έχεις. Κι όχι απλά δεν το έχεις εσύ μα σε λίγο καιρό θα ανήκει αλλού. Έχει και πιο κάτω, πιο πάτο. Σε λίγο καιρό θα θέλει πολύ να ανήκει σε αυτό το αλλού. Είναι να τρελαίνεσαι, το ξέρω. Θα με βρίσεις γι’ αυτό που θα σου πω, μα θα στο πω: θα περάσει.
Θα περάσει, ενώ δε θες να περάσει έτσι. Θέλεις να υποφέρει ο άλλος εφόσον έκανε εσένα να υποφέρεις. Άλλωστε δική του απόφαση ήταν ο χωρισμός. Θέλεις να κάνεις σαματά, να εκτονωθείς. Να κάνεις μικροπρέπειες, να χαμηλώσεις πολύ το επίπεδο. Να τα σπάσεις όλα. Να τον ξεφτιλίσεις τον κερατά. Για να το κάνουν άλλοι, κάτι θα βρίσκουν σ’ αυτό για να ανακουφιστούν. «Όχι», λέει η άλλη φωνή μέσα σου. Εκείνη που λέει πάντα τα μετρημένα, τα σωστά. «Πρέπει να περάσει αναίμακτα όλο αυτό» συνεχίζει. Τι σκατά πάει να πει αναίμακτα; Σημαίνει απλά πως θα περάσει.
Αυτή τη στιγμή δε θέλεις να περάσει. Μέχρι πρότινος ήταν όλη σου η χαρά. Η καύλα μυαλού και σώματος, σημείο αναφοράς. Ο ήρωας βιβλίων και ποιημάτων, το υλικό στίχων και δοκιμίων. Τώρα; Η καύλα ξέμεινε μόνο σε σένα σαν συγγενής που θες να ξεφορτωθείς μα δεν μπορείς. Έχει μπαστακωθεί εκεί και δε λέει να φύγει με τίποτα. Ούτε από σώμα, ούτε από μυαλό. Και το σημείο αναφοράς έγινε φυγόκεντρος δύναμη. Η εικόνα του άλλου να απομακρύνεται με τα μπαγκάζια του ξεθωριάζει, όχι μόνο από το οπτικό σου πεδίο, μα και απ’ τη ζωή σου.
Το πάθος για το παρελθόν είναι ακόμη εκεί. Ένας ζωντανός οργανισμός, με βούληση, θέληση και δύναμη. Κάτι σαν άνθρωπος δηλαδή, μόνο που δεν έχει εικόνα. Κι αυτό παρατημένο μόνο σε σένα. Σαν βαλίτσα ξεχασμένη. Σαν παιδί ξεχασμένο που κλαίει και θέλει τους γονείς του, και τους δύο. Μα όσο ήσασταν μαζί αυτό το πάθος είχε αίμα. Ήταν κόκκινο, καυτό και ρύθμιζε τη ζωή σας. Πώς να περάσει αναίμακτα κάτι που αφορούσε αίμα; Μία είναι πάλι η απάντηση κι ένας ο τρόπος· η παραδοχή ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος. Απλά θα περάσει.
Πέρασαν λίγες μέρες και να ‘σαι πάλι ένα ακόμη πρωινό σ’ εκείνη τη μικρή κουζίνα σου, να ψάχνεις τα καφεκούτια έχοντας την ίδια εικόνα. Φιγούρα αναμαλλιασμένη, άπλυτη, βγαλμένη θαρρείς από ταινία του David Lynch. Πονάς γαμώτο μα επιτέλους λιγότερο. Ξαφνικά όλα φαίνονται λίγο καλύτερα. Κυρίως λίγο καθαρότερα. Ο πόνος είναι παραμορφωτικό φίλτρο, όσο μικραίνει βλέπεις καθαρότερα. Επ! Έπλυνες το πρόσωπό σου και κοιτάχτηκες και στον καθρέφτη. Σαφώς είσαι καλύτερα.
Λίγες ακόμη μέρες στο ίδιο μοτίβο, μα κάθε ημέρα βάζεις και κάτι καινούριο στο πρωινό σου. Πονάς μα μέρα με τη μέρα λιγότερο. Πόσο μάγκας θέλει να περνιέται ο πόνος! Σε κάνει να νομίζεις ότι αυτός μικραίνει, μα στην ουσία μεγαλώνεις εσύ. Αυτός πάντα ο ίδιος μένει. Μα δυναμώνεις εσύ μέρα με την ημέρα έτσι ώστε να μάθεις να τον αγνοείς. Εσύ είσαι ο μάγκας τελικά , απλά δεν το είχες σκεφτεί έτσι. Άλλο ένα μπινελίκι για τον πικραμένο σου εαυτό. Κι εκείνες οι δύο λέξεις που σιγοψιθυρίζεις τόσο καιρό ξαφνικά δε σου βγαίνουν να τις προφέρεις. «Σε θέλω» μουρμούραγες για μέρες, μα σήμερα θες να πεις άλλα.
Η σκέψη ξαφνικά γίνεται κι αυτή διαυγής. Το «σε θέλω» γίνεται «δε θέλει» κι επιτέλους έρχεται αυτό που λαχταρά η καρδιά. Παραδοχή. Ρεαλισμός. Δε θέλει ρε αδελφέ! Ήθελε μα τώρα δε θέλει. Αλλάζουν τα πράγματα. Ίσως δε βρήκε όλα όσα ήθελε. Θα μπορούσε να συμβεί και σ’ εσένα, όπως συμβαίνει σε πολλούς. Ο άλλος δε γίνεται αυτόματα μαλάκας, εξακολουθεί να είναι ο ίδιος υπέροχος άλλος. Απλά δεν μπόρεσε, η ιστορία σας δεν μπόρεσε να τσουλήσει. Οι γωνίες των διαφορετικών επιθυμιών δεν την άφησαν να κυλήσει σαν ρόδα μέσα στο χρόνο. Η παραδοχή αρχίζει τη διαδικασία της λύτρωσης από τον πόνο. Πλέον μουρμουράς «Δε θέλει».
Για φαντάσου όμως τώρα να είχες κάνει όλα όσα έλεγες στην αρχή. Σαματά, φασαρία, μηνύματα, βρισιές, παρακάλια, μικροπρέπειες. Φαντάσου να είχες ξεφτιλιστεί απλά προσπαθώντας να «εκδικηθείς». Ευτυχώς λειτούργησε το θέμα γονιδίων. Ευτυχώς που δεν το έχεις.
Αυτό τελικά πρέπει να εννοούν «χωρίζω αναίμακτα». Αφήνω το χρόνο να κάνει δουλειά. Δεν ξεφτιλίζομαι. Δεν καταπίνω την απουσία και τη στέρηση που θα με ωθήσει σε κατινιές, μα τα κάνω γαργάρα και τα φτύνω μονομιάς. Γελάς έπειτα από καιρό με τον αυτοσαρκασμό σου. Στο χωρισμό πρέπει να είσαι δημότης βορείων προαστίων. Να σφαδάζεις με μύτη και φρύδι ψηλά. Κατάμονος. Το θηρίο που κρύβεις μέσα σου βγάλε το στην όποια τέχνη κατέχεις. Γράψε, ζωγράφισε, μαγείρεψε, ταξίδεψε. Γελάς επιτέλους, το παιχνίδι των δύο λέξεων συνεχίζεται. Το «δε θέλει» γίνεται «δε γαμιέται…»
Πέρασαν κι άλλες μέρες. Ο πόνος δεν έχει υποχωρήσει εντελώς μα η ζωή επιτέλους συνεχίζεται. Δουλειά ξαναπήγες, άρχισες και τις βόλτες ξανά. Ως προς τους άλλους πέτυχες το «αναίμακτα». Σαν άσκηση προσωπική, το πέτυχες για πάρτη σου. Στην καρδιά σου τα πράγματα είναι αλλιώς. Μα για πάρτη σου κι αυτό.
Στην καρδιά δεν κοπάζουν εύκολα οι φωτιές, μα οφείλουμε να συνεχίζουμε. Με αυτές μαζί. Ξαναφτιάξε μια μπάντα και ξανάρχισε να τραγουδάς, σαν γνήσιος ροκ σταρ που ήσουν πάντα. Όσο για το αίμα εκείνου του πάθους, πένθησέ το όσο γουστάρεις. «Δικιά μου η χαρά, δικό μου το αίμα, δικός μου κι ο τρόμος» λέει ο Γιάννης. Κι όταν το φάντασμα του «σε θέλω» τύχει να ξαναγυρίσει, ξαναπαίξε το παιχνίδι των δύο λέξεων. Πες «δε γαμιέται!». Ή ακόμα πες εκείνο τα μαγικό που διώχνει όλα τα φαντάσματα. «Θα περάσει».