Φαντάσου όλοι εμείς οι σαραντάρηδες να ξυπνούσαμε μία μέρα πάλι στην εποχή των είκοσί μας. Να βγάζαμε από την επιφάνεια της τούρτας τον αριθμό τέσσερα και να ξαναβάζαμε το κερί με τον αριθμό δύο. Από λαχανιασμένοι και απογοητευμένοι ετών σαράντα να ξαναγινόμασταν οι ανυποψίαστοι εικοσάρηδες της δεκαετίας του ’90. Έτοιμοι για όλα σε μια χώρα ευκαιριών.

Θα ξυπνούσαμε σε μία πόλη πιο ανθρώπινη, πιο ζεστή.  Χωρίς κρίσεις οικονομικές και προσωπικές, χρημάτων και αξιών. Βέβαια δε θα είχαμε διαπιστώσει το εσωτερικό μέγεθος ορισμένων ανθρώπων, αλλά τότε όλοι κοιτούσαμε, ακόμη, καλοπροαίρετα και ευκολόπιστα κάθε τι και οποιονδήποτε. Θα χαμογελούσαμε συχνότερα και θα κάναμε όνειρα για ένα μέλλον που θα φτιάχναμε έτσι όπως εμείς θα επιλέγαμε.

Θα αγοράζαμε το Μετρό από το περίπτερο, εναγωνίως και με λαχτάρα ν’ ακούσουμε το cd που είχε μέσα. Θα το ακούγαμε με φίλους και ταβλάκι στα μεσοδιαστήματα των μαθημάτων ή στα ρεπό από τη δουλειά. Θα ψάχναμε εισιτήρια για το Ρόδον και τις Τρύπες, ετοιμάζοντας παπούτσια και ψυχή για τους κραδασμούς μιας ροκ βραδιάς. Μιας ροκ ζωής. Ναι, ήμασταν ροκ άνθρωποι τότε, λίγο φευγάτοι και λίγο αφελείς. Ρομαντικοί σε όλα μας.

Με τους φίλους θα βγαίναμε για καφέ και θα κοιτιόμασταν στα μάτια. Δε θα κοιτούσαμε μέτωπα που κοιτούν κινητά. Θα συζητούσαμε για σχέσεις και για όνειρα. Για την ενήλικη ζωή που μόλις είχε ξεκινήσει. Θα σχολιάζαμε βιογραφικά και κρούσεις σε επιχειρήσεις, θα γελούσαμε με τις μικρές αγγελίες. Θα φτιάχναμε «εναλλακτικά πλάνα δράσης», θα ξεκινούσαμε επαγγελματικά από οτιδήποτε, αρκεί να μαζέψουμε τα λεφτά των διακοπών.

Θα τρώγαμε φουντούνια και παγωτό ξυλάκι μπανάνα της Έβγα και όχι γκοτζι μπέρι και συμπληρώματα διατροφής. Θα νοικιάζαμε βιντεοκασέτες από το βίντεο κλάμπ της γειτονιάς και το μολύβι θα ήταν πάντα πρόχειρο για τις άλλες κασέτες, εκείνες της μουσικής. Ο Ρικ Άστλευ και η Τέιλορ Ντέιν θα σηματοδοτούσαν μουσικά μια ποπ εποχή, ενώ το ραδιόφωνο και οι τηλεφωνικές αφιερώσεις θα είχαν την τιμητική τους. Μουσικοί μας ήρωες ήταν οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί που μας είχαν αγγίξει και όχι τα στήθη ή οι ντάγκλες των σημερινών ποπ ανθρωπαρίων.

Τα απογεύματα των καθημερινών θα βρισκόμασταν στο μπασκετάκι πίσω από τον Παναθηναϊκό, δίπλα στο λύκειο που μόλις είχαμε αποχαιρετήσει. Ή στο παρκάκι απέναντι από το σπίτι του ενός. Γιατί ζούσαμε σε μια εποχή που οι άνθρωποι ακόμη βρίσκονταν «στη φύση». Έτσι το λέγαμε κι έτσι το κάναμε. Βρισκόμασταν με φραπεδάκι σε πλαστικό σε κάποιο παγκάκι και όχι σε site και social media. «Σερφάραμε» με το μυαλό και όχι με το ποντίκι ή το πληκτρολόγιο.

Τα Σάββατα θα ψάχναμε κάποιο μπαράκι πίσω από το Χίλτον, όταν το Memphis ήταν πήχτρα. Ή θα ψάχναμε ταξί για το Τέσσερα στο Κολωνάκι. Ένα ταξί που θα πληρώναμε με δραχμές. Μετά στα όρθια στη Μαβίλη, έξω στο πεζοδρόμιο. Με τηλεκάρτα θα ειδοποιούσαμε πως θα αργήσουμε. Και μέσα από άφθονο χορό θα εκτονώναμε βδομάδες και βδομάδες που προηγήθηκαν. Όποιος αργούσε θα μας έψαχνε, μπορεί και να μας έχανε. Κινητά δεν είχαμε όλοι. Ίσως και κανένας. Ήταν λίγα χρόνια αργότερα που την ευλογία της παντόφλας-κινητό την έφερε ο πιο καινοτόμος της παρέας. Ο πιο φραγκάτος.

Και ύστερα είναι ο έρωτας. Ο έρωτας των είκοσί μας. Εκείνος που μας ξενυχτούσε στο μαξιλάρι μας και όχι στο τάμπλετ. Εκείνος που άρχιζε με μια ματιά κι όχι από ένα like. Εκείνος από τον οποίο περιμέναμε τηλέφωνο μετά το μαγικό χαρτάκι με τους αριθμούς που είχαμε ανταλλάξει. Εκείνος για τον οποίο μας έκραζε ο γονιός που το σταθερό έγραφε μελωμένα λεπτά στο καθεστώς της χρονοχρέωσης. Αυτό ήταν το φλερτ και αυτός ήταν ο έρωτας που ενδεχομένως ξεκινούσε.

Και ήταν η φωνή που λαχταρούσαμε να ακούσουμε, του τύπου ή της τύπισας που μας είχε γοητεύσει κι όχι τα «διαβάστηκε» των sms. Και οι ίσες πιθανότητες που είχε κάθε γνωριμία, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν εκ των προτέρων κατηγορίες. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε η ξεπέτα ως φάση με «ιδεολογικό» υπόβαθρο των «αχ δε θέλω σχέση» και εξαρχής ξεκαθαρισμένη. Τότε που υπήρχε απλά το «πάμε κι όπου βγει».

Τότε που η ζωή του καθενός δε ξεδιπλωνόταν σε φωτογραφίες ανεβασμένες σε προφίλ και ατέλειωτα τσεκ ιν, αλλά παρέμενε μυστήριο που ηδονικά ξεδιπλωνόταν σιγά σιγά. Και μόνο γι’ αυτό το κομμάτι του έρωτα όλοι εμείς οι των 40 θα λαχταρούσαμε να ξυπνήσουμε στη δεκαετία της καρδιάς μας. Παραμένουμε εγκλωβισμένοι στο σήμερα αναπολώντας, μα είμαστε ωστόσο τυχεροί που έχουμε έστω να το αναφέρουμε. Το ζήσαμε!

Επιμέλεια Κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά

 

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα