Τα πιο ωραία ταξίδια, λένε κάποιοι, είναι εκείνα τα οποία έχεις προγραμματίσει σε μέρη που έχεις δει. Σε μέρη που γνωρίζεις. Προβλέψιμα τοπία και προβλέψιμες συνήθειες εξασφαλίζουν μία ασφαλή από εκπλήξεις διαδρομή. Ένα στάνταρ όμορφο ταξίδι. Εμένα, πάλι, πάντα με γοήτευε το ρίσκο της έκπληξης, το άγνωστο, ακόμη κι αν η απόδοση, στη γλώσσα των τζογαδόρων, θα ήταν εξαιρετικά χαμηλή και το ρίσκο για απογοήτευση μεγάλο.
Από όλα τα ταξίδια που μου έταξες να κάνουμε μαζί, εγώ θα ήθελα εκείνο το ένα, το μοναχικό, αυτό που θα έκανα μόνη μου, αυτό που δεν φαντάζεσαι. Αυτό που θα έκανα χωρίς εσένα, σε σένα. Τα ανταλλάζω όλα τα από κοινού ταξίδια μας για το ένα και μοναδικό που λαχταρώ, εκείνο στο μυαλό σου μέσα. Έστω για λίγο.
Οι νευρώνες του εγκεφάλου σου γίνονται μακρινά μονοπάτια κι εγώ θα περιφέρομαι από το ένα στο άλλο. Κάπως έτσι το φαντάζομαι. Θα διασχίζω κάθε έναν από αυτούς, κάθε ένα από αυτά τα μονοπάτια, ανακαλύπτοντας κάθε μικρή ή μεγάλη σου σκέψη. Οτιδήποτε παρεμβάλλεται μεταξύ των όσων λες. Και μεταξύ όσων αποφασίζεις να μην πεις. Όλα αυτά που νομίζεις ότι δε θα μάθω ποτέ.
Στον αριστερό ορίζοντα του μυαλού σου βρίσκονται όλα όσα σχετίζονται με τα λόγια σου. Κάθε σκέψη που διασχίζει αυτό το υπέροχο μυαλό όσο μιλάς. Όλο μου το βασίλειο θα πετούσα στα πόδια σου, αρκεί να ήξερα τι σκέφτεσαι όσο μου μιλάς. Όλα εκείνα που σκέφτεσαι πριν πεις όσα λες. Μα και μετά. Κυρίως όμως όσα θέλεις να πεις αλλά δεν λες.
Εκεί θα ήθελα να πρώτοταξιδέψω. Στο λόγο σου και τη λογική του. Στη μαγική διαδικασία κατά την οποία τα συναισθήματά σου μετατρέπονται στις ηδονές εκείνες που από λέξεις γίνονται πράξεις.
Και μετά στη δεξιά πλευρά του μυαλού σου, εκεί που συμβαίνουν όλα πριν ακόμη τα συνειδητοποιήσεις και τα αισθανθείς. Στο κάθε σου συναίσθημα, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο. Στο κάθε ερέθισμα που γεννά συναίσθημα. Σε όλα όσα πυροδοτούν το γέλιο και το κλάμα σου. Στο κάθε σκίρτημα του μυαλού πριν γίνει σκίρτημα της καρδιάς σου.
Ο δεξιός ορίζοντας του μυαλού σου, εκείνος που αφορά όλους τους φόβους και τις ανησυχίες σου, θα ‘ναι το πιο μακρύ μέρος του ταξιδιού μου. Περιφερόμενη εκεί θα ήξερα κάθε τι που σκοτεινιάζει το βλέμμα σου. Θα ήξερα αμέσως κάθε τι που σε κάνει νευρικό, που σε τρομάζει, που σε γεμίζει ανασφάλεια και αβεβαιότητα. Κάθε τι που σκέφτεσαι όταν κοιτάς το κενό και δεν μιλάς. Και που δεν λες για να μη με επιβαρύνεις.
Όλα τα σιωπηλά «αχ» και όλα τα «γαμώτο», κάθε μελαγχολία και κάθε θλίψη, κάθε πικρή ανάμνηση και κάθε απωθημένο, κάθε λαχτάρα και κάθε νοσταλγία. Όλα θα τα διέκρινα χωρίς μία σου λέξη. Έτσι θα μπορούσα μονομιάς να μετατρέψω την κάθε τέτοια στιγμή σε χαμόγελο. Όλα τα μελαγχολικά σου θα τα έφτιαχνα, θα τα έπλαθα, σα πλαστελίνη, σχέδια χαρούμενα και χρωματιστά. Δεν θα ήξερες το πώς. Θα νόμιζες ότι όλα γίνονται συμπτωματικά. Μα θα προλάβαινα κάθε μπόρα, κάθε βροχή.
Αν το μυαλό σου ήταν έδαφος, γη, θα ήθελα να μαι ρωμαίος κατακτητής, με ευφυείς στρατηγικές να το κατακτήσω και να εδραιώσω τη βασιλεία μου εκεί. Μακεδόνας στρατηλάτης. Να το εκπορθήσω, να το αλώσω. Να οργώσω κάθε σπιθαμή και να βάλω στο χώμα του τη σημαία μου. Μα είμαι ένας άνθρωπος απλός και αδύναμος. Και τα ταξίδια μου δεν ήταν ποτέ μακρινά. Όσο κι αν το πόθησα. Οι κατακτήσεις μου ήταν πάντα λιτές. Όσο κι αν επιθύμησα. Κι όλη αυτή η αυτοκρατορία των σκέψεων πίσω από τα μάτια σου θα παραμείνει ανεξερεύνητη. Γη άγνωστη.
Εγώ θα συνεχίσω να αναρωτιέμαι για όσα κρατάς μυστικά κι εσύ θα χαμογελάς κάθε που προσπαθώ να μαντέψω. Σαν τον ιδανικό κι ανάξιο εραστή του Καββαδία θα συνεχίσω να ονειρεύομαι τους γαλάζιους πόντους του μυαλού σου. Κι ας μην μπορέσω ποτέ να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων σου. Κι ας μη με πάνε ποτέ οι σκληροί, ναυτικοί μου χάρτες εκεί. Αρκεί που θα είμαστε μαζί.