Απόψε μη με πας σπίτι. Ας κάνουμε κάτι διαφορετικό αυτή τη νύχτα. Τι θα έλεγες να γνωριστούμε καλύτερα; Πάμε μια βόλτα με τʼ αμάξι σ’ όλα τα μέρη που έχω αφήσει ένα κομμάτι μου κι ίσως μπορέσω να σου μιλήσω για καθένα απʼ αυτά ξεχωριστά. Να δεις ποια ήμουν πριν γίνω αυτό που έγινα και να χαμογελάσεις. Δεν άλλαξαν και πολλά! Πάμε να δεις το κορίτσι που σε περίμενε από τότε.
Πάμε μια βόλτα Αμπελοκήπους, πίσω απʼ τον Παναθηναϊκό, στο μπασκετάκι δίπλα στο 3ο Λύκειο, εκεί που το κορίτσι μέσα μου έκανε τις πρώτες του κοπάνες και μοιραζόταν όνειρα για την ενήλικη ζωή που ερχόταν.
Πάμε και σε ʼκείνο το καφέ, που τότε λεγόταν Mouse, εκεί που τα πρωινά του σχολείου, ανάμεσα στα διαλλείματα, έπαιζαν οι Τρύπες και ο Παύλος και πίναμε καφέ μυρίζοντας επανάσταση. Αυτή που νομίζαμε πως θα κάνουμε.
Μετά Λυκαβηττό, εκεί που πέρασα άπειρα εφηβικά βράδια μέχρι να πάμε και μαζί. Θυμάσαι; Μας έβγαινε η ψυχή νʼ ανεβούμε, μας έβγαινε και για να κατεβούμε. Σε ʼκείνο το παγκάκι που με φίλησες, μετρούσαμε με την παρέα τις νύχτες, με μπίρες, ένα-ένα τα φώτα που συνέθεταν Ακρόπολη και Πειραιά. Το μέτρημα το χάναμε και ξανάρχιζε στην επόμενη μπίρα. Εκεί πήρα τις πιο σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή μου.
Έμοιαζε τάμα κάθε φορά αυτή η Λουκιανού για να την ανεβούμε, μα όλα άρχιζαν και τελείωναν εκεί. Πάμε απόψε για νʼ ακούσεις όλα τα «αυτό θα γίνει», να βγαίνουν σαν ηχώ μέσα απʼ τα βράχια, δίπλα στο Θέατρο των μεγάλων συναυλιών. Εκεί με φίλησες πρώτη φορά, αυτό το θυμάσαι;
Πάρκαρε Ασκληπιού ή Ιπποκράτους και έλα να περπατήσουμε όλη την Πανεπιστημίου. Να χαζέψουμε βιτρίνες και τίτλους βιβλίων. Έλα μαζί μου να σου γνωρίσω τους χάρτινους ήρωες των παιδικών μου χρόνων, αυτούς από μελάνι και μεράκι φτιαγμένους, αυτούς που οι συγγραφείς σκάρωσαν για να με σώσουν απʼ τη μοναξιά της διαφορετικότητας.
Έλα να περπατήσουμε στους δρόμους, που περιφερόμασταν πριν γνωριστούμε, μυρίζοντας τις ίδιες φωτιές, κρατώντας τα ίδια πανό, φωνάζοντας τα ίδια συνθήματα. Ήμασταν μαζί από τότε, απλά δεν το γνωρίζαμε ακόμη.
Πάμε στην Πλάκα το ξημέρωμα, στη Ρωμαϊκή Αγορά των γκράφιτι, εκείνον το πελώριο καμβά, να χαζέψουμε την τέχνη να ξεπηδά και να ξεχωρίζει απʼ τις απλές μουτζούρες. Κι αν βρούμε τοίχο ανέπαφο, να βάψουμε κόκκινο το δικό μας πέρασμα από εκεί. Στο πίσω κάθισμα έχω πάντα, δήθεν ξεχασμένη, μια σακούλα με σπρέι.
Πάμε να σου δείξω τα δικά μου σημάδια στους τοίχους της πόλης, να βρεις την ιστορία μου αφημένη με χρώματα στους πεζόδρομους της καρδιάς μου. Πάμε να γράψω «σε θέλω τρελά», να λάμψουν όλα τα scripta manent του κόσμου με το πρώτο φως της ημέρας.
Και ύστερα πάμε Πειραιά να δούμε τον ήλιο νʼ ανεβαίνει πίσω απʼ τις καμπίνες των πλοίων που θα ταξιδέψουμε μαζί. Νʼ ανάψουμε μαζί τη «φωτιά στο λιμάνι», να κάψουμε τα λιμάνια που «έδεσαν» και να κάνουμε μαζί όσα δεν προλάβαμε.
Ναι, απόψε ας μην κοιμηθούμε, ας πάμε κατευθείαν για δουλειά. Κάτω απʼ τα μαύρα μας γυαλιά θα χαμογελάμε νυσταγμένοι αύριο, καταστρώνοντας, ίσως, το δικό σου ταξίδι στα παλιά την επόμενη νύχτα που θα μας βρει μαζί.
Δεν γνωριστήκαμε για να κοιμόμαστε τις νύχτες, μωρό μου. Μόνο γι’ αυτό δε γνωριστήκαμε.