«Εγώ νομίζω ότι μόνο όταν υπάρχει ισορροπία στη ζυγαριά οι σχέσεις είναι υγιείς. Ναι, είναι ανώτερο και μαγικό να δίνεις, σε ανεβάζει σαν άνθρωπο σε μια ανώτερη κλίμακα, όμως οι σχέσεις στις οποίες ο ένας συνήθως δίνει τον εαυτό του κι ο άλλος ψίχουλα, είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Αργά ή γρήγορα ο ένας θα νιώσει εξαπατημένος. Τουλάχιστον αυτό πιστεύω για τις ερωτικές σχέσεις» είπε η Ελένη.
Άναψε τσιγάρο και συνέχισε. «Εγώ και το δόσιμο στον έρωτα δεν τα πήγαμε ποτέ καλά. Δεν καταφέραμε ποτέ να συγχρονιστούμε. Όταν το φλέρταρα εγώ, εκείνο πάντα με περιφρονούσε. Κι όταν εκείνο τελικά με πρόσεξε, εγώ είχα μάτια παρά μόνο για μένα. Στα δεκαοχτώ μου, ας πούμε, την εποχή που το μυαλό μου έφυγε από το διάβασμα κι άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τους άντρες, ασπαζόμουν με κλειστά μάτια κάθε φιλοσοφία περί προσφοράς κι αγάπης. Ήθελα να ερωτευτώ παράφορα και να δώσω τα πάντα. Μικρή καθώς ήμουν, δεν είχα ιδέα ότι ο έρωτας είναι μια ζούγκλα σαρκοφάγων οργανισμών. Και δεν μ’ άγγιζε όποιος προσπαθούσε να με προειδοποιήσει. Απλά δεν τον άκουγα. Όσες φορές όμως κι αν αποπειράθηκα να δώσω, βρήκα τοίχο. Όχι απλά δεν ήθελε ο απέναντί μου να πάρει, αλλά με κορόιδευε κιόλας που τόλμησα να το σκεφτώ. Η εικόνα μου τους έστελνε όλους μακριά, τα έχουμε ξαναπεί αυτά.
Μετά από κάποια χρόνια μοναξιάς κι αγώνα οι όροι αντιστράφηκαν. Ξαφνικά ήθελαν οι άλλοι να μου δίνουν αλλά πλέον δεν ήθελα να πάρω εγώ. Όχι ότι χόρτασα ποτέ στην πορεία από κάτι, πάντα πεινασμένη και στερημένη αισθανόμουν κι αισθάνομαι. Μα είχα πλέον νευριάσει μαζί τους. Τώρα τους φαινόμουν καλή κι άξια για δούναι και λαβείν; Γιατί έτσι; Επειδή φορούσα τρία νούμερα μικρότερα ρούχα; Όχι. Ήταν απαράδεκτοι κι από μένα δεν θα έπαιρναν τίποτα πέρα από μια αξιοπρεπή αντιμετώπιση και μια ευγενική απόρριψη.
Οι συναλλαγές μου στον έρωτα είχαν γίνει τυπικές και διεκπεραιωτικές και δε θα περνούσαν ποτέ το κατώφλι των υψηλών ιδανικών και των μεγάλων προσδοκιών. Στην τελική, ας διάβαζαν και λίγη Jane Austen αν πια καιγόντουσαν. Εγώ δεν καιγόμουν πλέον. Ένα κρεβάτι και πολύ τους ήταν.
Σήμερα είμαι σε μια περίεργη, μεταβατική φάση με τη θρησκεία αυτή που λέγεται προσφορά. Και το λέω θρησκεία γιατί έχει να κάνει με αγάπη. Μετά τις “πόρνες” των σχέσεων, τις αγοραπωλησίες τους και την απογοήτευση που ευτυχώς ξεπέρασα σχετικά ανώδυνα, προσπάθησα να βρω έναν τρόπο για να μπορέσω να λειτουργήσω μέσα σ’ αυτό. Τελικά αποφάσισα ότι δε θα τους έκανα τη χάρη. Βασικά σε κανέναν δε θα έκανα τη χάρη να σταματήσω να θέλω να δίνω ή να σταματήσω να πιστεύω στο δόσιμο. Δε θα χαλούσα εγώ τη φύση μου για κάποιες ήδη χαλασμένες φύσεις που είχα συναντήσει. Μου πήρε καιρό μα βρήκα τον σωστό, για μένα πάντα, τρόπο.
Στην προσωπική μου ζωή, με ανθρώπους δηλαδή που γνωρίζω, είμαι ακόμη επιφυλακτική, νιώθω όμως ασφαλής κρατώντας αποστάσεις. Αν ξαναερωτευτώ ποτέ, ίσως δοθώ. Προς το παρόν προφυλάσσομαι καλά με καθημερινές ελαφρότητες. Με έρωτες ιχθυοτροφείου. Φίλους, ευτυχώς, έμαθα να ξεχωρίζω, οπότε το έλυσα κι αυτό. Αν θέλω, όμως, να κάνω βουτιά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στην προσφορά, στο δόσιμο στο οποίο βάζεις μέσα κομμάτια από την καρδιά και την ψυχή σου σε κάθε χειρονομία, τότε διαλέγω ξένους. Αυτούς από τους οποίους δε θα πάρω ποτέ τίποτα.
Βοηθάω και μετά χάνομαι. Δίνω και μετά κρύβομαι. Χωρίς να με νοιάζει το πώς θα χειριστεί κάποιος την προσφορά μου ή αν κάποτε θα το αναγνωρίσει και θα δώσει το ελάχιστο. Μόνο έτσι κατάφερα να μη γίνω “πόρνη” του δούναι και λαβείν. Φτιάχνοντας σχέσεις στις οποίες δίνω όχι για να λάβω και που ο άλλος απέναντί μου δεν πουλάει κάτι, ούτε θέλει ν’ αγοράσει από μένα.
Σαν δυο κομήτες, εγώ κι ο άγνωστος, συγκρουόμαστε δια της προσφοράς, οδηγούμενοι σε μια έκρηξη αγάπης. Κι ύστερα χανόμαστε, πριν συστηθούμε και παραγνωριστούμε, με την ίδια ταχύτητα με την οποία συγκρουστήκαμε. Μόνο εκεί βρήκα γαλήνη. Μόνο εκεί ξέρω ότι δεν το κάνω για να πάρω κάτι. Ουσιαστικά, μόνο έτσι νιώθω αυθεντικό το δόσιμο κι απαλλαγμένο από κάθε συμφέρον.
Το παρήγορο με μένα είναι ότι ποτέ δεν αναμάσησα πραγματικά την καραμέλα των τσιγκούνηδων και των κακιασμένων που λένε “δε δίνω γιατί πληγώθηκα όποτε έδωσα”. Κι ένας Θεός ξέρει πόσο εγώ πληγώθηκα κάποτε. Θα ήταν σαν να λέω “παρατώ το ποδόσφαιρο γιατί στο ματς της Κυριακής έπαθα διάστρεμμα”. Αν μη τι άλλο, θα ήμουν γελοία, δε νομίζετε;».
Διάβασε τη συνέχεια κι απόκτησε το βιβλίο της Ελευθερίας Παπασάββα με τίτλο «Μικρές Εμμονές» εδώ.