Το πλήθος είναι αμείλικτο σε κάθε σου πτώση. Κι όχι μόνο εκεί. Σε κάθε σου καινούριο βήμα. Σε κάθε ασυνήθιστη πρωτοβουλία. Σε κάθε καινοτομία. Σε κάθε αλλαγή. Στην όποια σου απόπειρα να αποτινάξεις το παλιό. Στην όποια κίνησή σου για να αλλάξεις τη ζωή σου. Στο να πας κόντρα σε ό,τι μέχρι τώρα έκανες. Στο να κάνεις αυτό στο οποίο εκείνοι δίνουν τις μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας. Είναι αμείλικτοι μαζί σου γιατί τους διαταράσσεις την ησυχία. Τη μονοτονία. Την αχρωμία.
Ποιο είναι αυτό το πλήθος; Όλοι εκείνοι που έχουν δικαίωμα να παρακολουθούν, από κοντά ή από απόσταση, τη ζωή σου. Είτε τους το έχεις δώσει εσύ αυτό το δικαίωμα, είτε το έχουν πάρει αυθαίρετα. Οι συγγενείς, κοντινοί ή μακρινοί. «Φίλοι» και γείτονες. Οι συνάδελφοι στη δουλειά. Οι συγγενείς των συγγενών και ο μικρόκοσμος της γειτονιάς. Ενίοτε και αδέλφια και φίλοι που θεωρούσες κολλητούς. Εκείνοι από τους οποίους το περίμενες αλλά κι εκείνοι από τους οποίους δεν το περίμενες και εξεπλάγην.
Όλοι αυτοί οι ασύνδετοι (μεταξύ τους) άνθρωποι ξαφνικά γίνονται ένα ομοιογενές δείγμα. Ένα πλήθος που είναι έτοιμο να σε κρίνει, να σε λιτζάρει, να σε «φάει» με αόρατο μαχαιροπίρουνο και τη λινή πετσέτα έτοιμη να σκουπίσει τα χείλη τους από τα κομμάτια σου. Τους φαντάζεσαι όλους αυτούς να ΄ναι συγκεντρωμένοι σε ένα τραπέζι και να σε κρίνουν; Ένα δείπνο ηλιθίων με μόνο κοινό το φόβο και την αποστροφή για το διαφορετικό.
Ακόμη κι αν αυτό το διαφορετικό δεν τους αφορά. Δεν τους αγγίζει καν. Ακόμη κι αν δεν δίνουν μία για σένα. Απλά έχουν άποψη και θα την πουν. Γιατί άποψη τη λένε σήμερα τη χολή ορισμένοι. Και μοιάζουν να συσπειρώνονται όλοι αυτοί οι ξένοι τριγύρω σου και να μην σταματούν να κρίνουν. Αναβιώνουν κι επιβεβαιώνουν την ψυχολογία της μάζας, που θέλει ένα τσούρμο, άσχετων μεταξύ τους ανθρώπων, να ενώνονται (αόρατα) πίσω από μια κοινή πεποίθηση. Ή αντίδραση.
Έχουν άποψη, λοιπόν, που παράτησες ξαφνικά την ιατρική και ξανάρχισες να ζωγραφίζεις. Κι ας μην ξέρουν πόσο αγωνίστηκες για να συνεχίζεις να εκπληρώνεις τις προσδοκίες άλλων. Απλά δεν τα κατάφερνες άλλο. Έχουν άποψη που έκλεισες το μαγαζί σου κι άλλαξες πόλη. Που τελείωσες τη νομική αλλά άνοιξες εστιατόριο. Που κράτησες το παιδί κι ας είσαι μόνο 18. Που χώρισες με δύο παιδιά κι άλλαξες σπίτι. Που ερωτεύτηκες κάποιον μικρότερο. Που άφησες την πολυεθνική για να γράφεις τραγούδια.
Έχουν λόγο για κάθε ένα από τα παραπάνω μα δυστυχώς έχουν μεγαλύτερο λόγο αν τύχει κι «αποτύχεις». Αποτυχία βέβαια το θεωρούν εκείνοι. Για σένα κάθε εμπόδιο δεν είναι παρά ένα διάλειμμα για μια ανάσα. Και πάλι από την αρχή. Εκείνοι τρώνε ποπ κορν χαζεύοντας την κάθε σου πτώση, σαν ταινία περιπέτειας στον συνοικιακό κινηματογράφο, ενώ εσύ παλεύεις να ορθοποδήσεις από την αρχή. Να σηκωθείς. Μα θα τους είχες γραμμένους αλλά τα σχόλιά τους ακούγονται. Δεν σε πληγώνουν πλέον, απλά κάθε ενοχλητικός θόρυβος σε αποσυντονίζει. Μα τι θέλουν στην τελική; Τι τους αφορά;
Έτσι είναι το εν λόγω πλήθος. Σκληρό και αμείλικτο. Σου φέρεται αλύπητα. Σπανίως θα σε επευφημήσει για όσα πάλεψες και έχτισες ολομόναχος. Που άλλαξες τη ζωή σου ξαφνικά. Δεν θα στήσει γιορτή στην κάθε σου επιτυχία, δε θα σε παρηγορήσει αν απογοητεύτηκες, δε θα σε χαϊδέψει εάν πονάς. Σε περιμένει στη γωνία. Σε κάθε μικρή ή μεγάλη ευκαιρία που θα βρει για να σε τιμωρήσει για το παράπτωμά σου. Διατάραξη κοινής ησυχίας λέγεται το παράπτωμα και όπου ησυχία εσύ απλά θεώρησε ότι το μόνο που διατάραξες είναι η συμβατική τους ζωή και η συμβιβασμένη τους οπτική. Είναι αμείλικτα σκληροί όσοι βλέπουν να κάνεις όσα εκείνοι έχουν απωθημένα. Όσα εκείνοι δεν τόλμησαν. Ζηλεύουν. Έψαχνα καιρό να βρω τρόπο να επιβιώσω από ένα τέτοιο σκληρό καθεστώς. Να βρω έναν τρόπο να τους αντιμετωπίζω. Η αλήθεια με βρήκε μόνη της, γραμμένη σε κάποιον τοίχο. «Όταν κάποιος δεν σε γουστάρει για κάποιο λόγο, δώσε του κι άλλους. Έτσι, για την αλητεία!»