Φαντάζεσαι να υπήρχαν παραμύθια για ενήλικες; Όμορφες ιστοριούλες, γλυκά δοσμένες κι αποτυπωμένες στο χαρτί που κάποια φωνή ή εμείς οι ίδιοι θα τις διαβάζαμε πριν κοιμηθούμε κι ο ύπνος θα ερχόταν γαλήνιος κι άμεσα. Ιστορίες που θα είχαν τη μαγεία ενός ευεργετικού μηνύματος στο τέλος, αυτό ακριβώς που είχαν και για μας τα παιδικά παραμύθια που διαβάζαμε ή μας διάβαζαν όταν ήμασταν παιδιά.
Μια φορά κι έναν καιρό, στο χαοτικό κόσμο μιας μεγαλούπολης, ζούσε ένα κορίτσι κι ένα αγόρι που έκαναν καιρό παρέα. Το αγόρι ισχυριζόταν ότι είναι φίλοι, το κορίτσι όμως ένιωθε κάτι ιδιαίτερο, κάτι τρυφερό κι απροσδιόριστο. Κάτι που όμως την έκανε να φαίνεται ότι βλέπει διαφορετικά αυτό το αγόρι. Διαφορετικά απ’ ότι την έβλεπε εκείνος.
Το κορίτσι πάντα ήταν διακριτικό. Ποτέ δε ζήτησε κάτι πέραν του φιλικού. Ποτέ δεν έφερε το αγόρι σε δύσκολη θέση. Μία και μοναδική φορά εξέφρασε το συναίσθημά της κι εκεί έληξε όλο αυτό το διαφορετικό κομμάτι. Τιμούσε τη φιλική σχέση με τιμιότητα κι επί ίσοις όροις. Τιμούσε και την ίδια την αγάπη όμως. Παρέμενε δίπλα του, φιλαράκι σταθερό στο χρόνο κι αδελφή. Με νοιάξιμο, με ψυχή, με καρδιά μα και με διάκριση.
Μία ημέρα το κορίτσι είπε στο αγόρι κάποιες αλήθειες που δεν ήθελε εκείνο ν’ ακούσει. Είχε ξανασυμβεί, μα εκείνη τη μέρα το αγόρι πειράχτηκε πολύ. Για να την πληγώσει που είπε όλα εκείνα τα πράγματα, της είπε ότι δε θα έπρεπε να έχει άποψη για κάποια θέματα εφόσον δεν μπορεί η ίδια να αντιληφθεί απλά ζητήματα, όπως το πότε κάποιος δεν τη θέλει ερωτικά κι εκείνη γίνεται «ο μαλάκας που επιμένει».
Το κορίτσι ένιωσε άσχημα προς στιγμήν. Προς πολλές στιγμές ίσως. Άλλοι παράγοντες αργότερα συνετέλεσαν στο να διακοπεί οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους. Μα η ατάκα αυτή παρέμεινε στην άκρη του μυαλού της άπειρα λεπτά. Ίσως και να μη σβήστηκε και ποτέ. Όσα κι αν έγιναν μετά, αυτή η ατάκα από μόνη της αρκούσε για να διαπιστωθεί ότι από πλευράς του δεν υπήρχε ίχνος πραγματικής, ουσιαστικής φιλίας.
Εάν ψάξεις να βρεις ποιες ήταν οι στιγμές της ζωής σου που ωφελήθηκες περισσότερο, θα δεις ότι ήταν κυρίως οι στιγμές κατά τις οποίες απορρίφθηκες.
Από φίλους, έρωτες, δουλειές, τόπους, από τη ζωή την ίδια. Κι αν ψάξεις γι’ αληθινούς ευεργέτες, θα δεις ότι είναι κυρίως εκείνοι που σε ειρωνεύτηκαν, σε χλεύασαν, που σου μίλησαν αφ’ υψηλού, εκείνοι που σου γύρισαν την πλάτη και τα (κατά τ’ άλλα ωραιότατα) οπίσθιά τους με ύφος λεγεώνας καρδιναλίων.
Το κορίτσι αρχικά θύμωσε, ένιωσε να θίγεται η υπερηφάνεια της, μιας και δεν είχε ζητήσει ποτέ τίποτα. Από πότε το να λες ξεκάθαρα και τίμια στην αρχή ποιος είσαι και τι νιώθεις σε καθιστά «μαλάκα που επιμένεις»; Κι από πότε μπορεί, αυτό που εμπιστεύθηκες, ο άλλος σε κάθε ευκαιρία εμπάθειάς του να το παίρνει και να στο τρίβει στη μούρη;
Πέρασε καιρός και το κορίτσι ξεθύμωσε εντελώς. Κράτησε την ατάκα εκείνου, όμως, για οδηγό, τροφή σκέψης, αφετηρία στο ν’ ανακαλύψει τα βαθύτερα κίνητρά της. «Είμαι άραγε ο μαλάκας που επιμένει;» σκεφτόταν. Ή «πόσο μαλάκας είναι άραγε κάποιος που επιμένει;» Η αλήθεια σε βρίσκει πάντα αιφνιδιαστικά και σε συγκλονίζει. Πλήθος σκέψεων σε πλημμυρίζουν, δικαιώνοντάς σε σε κάθε σου παρελθοντική κίνηση.
Είναι φορές που κάποιος μένει δίπλα μας παρόλο που τον απορρίψαμε ερωτικά. Ποιοι είμαστε, όμως, εμείς οι ψωνάρες που θα τον βαφτίσουμε «μαλάκα που επιμένει» όταν ποτέ δεν επέμεινε κι απλά μας αγαπάει νέτα-σκέτα κι ανθρώπινα; Γιατί θα πρέπει όλα να περιστρέφονται γύρω από το σεξ; Γιατί είναι νορμάλ εκείνος που φεύγει τρέχοντας όταν δεν παίρνει αυτό που θέλει, ο συμφεροντολόγος κι όχι εκείνος που μένει; Γιατί το πιο απλό και το πιο όμορφο όπως μία ανόθευτη αμοντάριστη ανθρώπινη αγάπη δε θα περνά ποτέ από το μυαλό του άλλου ως το πλέον αυτονόητο κίνητρο για να μένει κι όχι ο δόλος;
Μα ακόμη κι αν όντως εκείνος που δε φεύγει αμέσως φαίνεται «ο μαλάκας που επιμένει», έχει άραγε ποτέ σκεφτεί ο απέναντι που του το τρίβει στη μούρη ότι η ζωή μας θέλει έτσι; Εκείνος που χλεύασε τον άλλον που «επιμένει» σκέφτηκε άραγε ότι δεν ήταν κάτι που έκανε για εκείνον αλλά κάτι που έχει στο χαρακτήρα του; Ότι είναι μαχητής, ας πούμε. Κι ότι εκείνοι που κέρδισαν πράγματα στη ζωή ήταν εκείνοι που σε κάποιους φαίνονταν ως «ο μαλάκας που επιμένει». Διακριτικά, με σεβασμό αλλά παραμένοντας κι επιμένοντας.
Αν δεν ήμουν «ο μαλάκας που επιμένει», σκέφτηκε το κορίτσι, θα ήμουν ο αδιάφορος που έφυγε, ο δειλός που εγκατέλειψε, ο λίγος που φοβήθηκε, ο ανυπόμονος που δεν περίμενε, ο βιαστικός που έχασε. Κι αν δεν ήμουν «ο μαλάκας που επιμένει» θα ήσουν ο πεινασμένος που δεν ταΐστηκε, ο ανασφαλής που δεν τονώθηκε, ο κοκοράκος που δεν καυχήθηκε, ο μόνος που δε διεκδικήθηκε. Ή, αλλιώς, ο άνθρωπος που δεν αγαπήθηκε.
Ο καιρός πέρασε, το κορίτσι στην πορεία βρήκε σιγά-σιγά όλα όσα κατά καιρούς ήθελε. Το μυστικό; Ήταν σε όλα της «ο μαλάκας που επιμένει». Κι έτσι κέρδισε. Θεώρησε την ατάκα του εκείνη ως το μεγαλύτερο κοπλιμέντο που είχε λάβει ποτέ ως τώρα. Το αγόρι παρέμεινε στην ίδια βαλτωμένη λογική, μα και ζωή του, χωρίς να έχει κάνει καμία αλλαγή. Και χωρίς να έχει βρει ποτέ ξανά την αγάπη. Και ζήσανε, αυτή καλά κι αυτός (δυστυχώς) χειρότερα. Χωρίς να ξαναβρεί ποτέ δίπλα του κάποια που να μοιάζει στον «μαλάκα που επιμένει».