Ξέρεις γιατί γράφω, ε; Να σου πω πώς είναι; Θες να νιώσεις ό,τι νιώθω; Να σου περιγράψω τη διαδικασία; Ίσως γελάσεις, από ευγένεια, όμως, δε θα πεις κάτι. Γιατί είσαι φίλος και μ’ αγαπάς. Μα θέλω να δεις πώς είναι. Να με γνωρίσεις. Να δεις τον περίεργο κόσμο στον οποίο ζω κάποιες στιγμές. Όπως κι εσύ. Να δεις την ιεροτελεστία, το τελετουργικό αυτό μέσα απ’ το οποίο αναπνέω.
Είναι σαν να μπαίνω σ’ έναν άλλο κόσμο. Κλείνω την πόρτα του δωματίου μου και του κόσμου αυτού κι ανοίγω εκείνον τον άλλον. Έχω νιώσει το σκίρτημα κάποια ώρα πριν. Είναι σαν το αγέννητο παιδί μου, που κλωτσάει μέσα μου, όχι στην κοιλιά όμως. Στο στέρνο. Είναι το φτερούγισμα εκείνο που κάθε μάνα έχει νιώσει από τις κινήσεις του μωρού πριν γεννηθεί. Μόνο που το αγέννητο αυτό παιδί είναι ο εαυτός εκείνος που ζει μέσα μου. Έχει την ηλικία μου και τ’ όνομά μου μα δεν μπορεί να γεννηθεί.
Έχω νιώσει, που λες, το σκίρτημα εδώ κι ώρα. Σαν ένα χτύπημα σε κάποια κρυφή πόρτα. «Θέλω να μιλήσουμε» μου λέει επιβλητικά κι εγώ αν είμαι σε δουλειά ή με κόσμο αγνοώ τη φωνή αυτή. Ίσως και να τσαντίζεται, η υπομονή δεν ήταν ποτέ το δυνατό στοιχείο και των δυο μας, άσχετα αν την προσφέραμε με τα τσουβάλια. «Εντάξει, δεν μπορείς τώρα αλλά κανόνισέ το. Απόψε κιόλας.»
Αυτή η φωνή δε σταμάτησε ποτέ να ζητάει. Την προσοχή μου, την επικοινωνία μου, την κόντρα μου μα, στο τέλος, τη φιλία μου. Όσες φορές κι αν προσπάθησα να την αγνοήσω, τόσες φορές επέμεινε μ’ αγένεια ν’ ασχοληθώ μαζί της. «Έλα, τελείωνε σου λέω. Θέλω κουβέντα». Πότε πρήχτρα, πότε τρυφερή κι ερωτιάρα, η φωνή εκείνη είναι η παρόρμηση για την οποία θα ψάξεις χαρτί και στυλό. Δε σταματάει μέχρι να σε απομονώσει και ν’ αρχίσει να σου υπαγορεύει. Είναι η αλήθεια σου.
Γράφω γιατί δεν μπορώ να ζωγραφίσω ή να φτιάξω μουσική. Ή γιατί μπορώ να φτιάξω χρώματα και νότες μέσα απ’ τις λέξεις. Σουρεαλιστικό κάποιες φορές το αποτέλεσμα, το μήνυμα δε θα είναι εύκολο να ληφθεί. Μα δε με νοιάζει. Συγχώρεσέ με που θα το πω αλλά δε με νοιάζει. Γράφω για μένα. Αν τύχει και με καταλάβεις, με κατάλαβες. Αν τύχει και σ’ αγγίξω, διπλή χαρά. Παρέα με τη δική μου λύτρωση κι ένας θεατής της.
Γράφω και για λόγους πεζούς. Γράφω γιατί είμαι κότα λυράτη. Έχω γράψει «σ’ αγαπώ» για τα οποία δεν πήρα ποτέ τηλέφωνο. ‘Εχω γράψει «πονάω» για κάποια φευγιά που πήραν χρόνια για να συμβούν. Έχω γράψει αλήθειες για τις οποίες δεν είχα ποτέ το θάρρος να δω σε μάτια αντιδράσεις από (και καλά) μια υποτιθέμενη διακριτικότητα που δεν εκτιμήθηκε ποτέ. Κι έχω γράψει όνειρα για τα οποία δεν έδεσα ποτέ τα κορδόνια μου.
Ίσως γράφω γιατί δεν έχω χρήματα για συνεδρίες. Πάντα θα με βασανίζει η απορία για το τι θα συνέβαινε εάν είχα δυνατότητα οικονομική για ψυχοθεραπεία. Στα γραπτά μου θα βρεις απεριόριστο υλικό για κάποιο πόρισμα. Θα βρεις, όμως, άπειρη κι από την ανάσα που παίρνει ο θεραπευόμενος στο τέλος μιας συνεδρίας. Πάντα θα κλείνουν μ’ ένα είδος λύτρωσης, ακόμη κι αν κλείνουν δυσάρεστα.
Όχι, δε θα μυθοποιήσω ποτέ παραπάνω απ’ όσο πρέπει εκείνους τους ανώνυμους που γράφουν. Όλους εμάς. Δεν το παίζουμε λογοτέχνες. Από τα ψυχάκια αυτού του κόσμου, είμαστε τα πιο άκακα. Μα είμαστε. Πότε δειλοί, πότε θαρραλέοι. Πότε χαμένοι στην ασημαντότητά μας, πότε αλαζόνες. Εάν μου πεις ότι είμαι το ένα, θα επιχειρηματολογήσω για το άλλο. Έτσι, για την κάβλα του αντίλογου. Πες με φοβισμένη με τον προφορικό λόγο και θα σου πω ότι είμαι μάγκας γιατί σε μισή ώρα μπορώ να σου φτιάξω παζλ χιλίων λέξεων. Πες με μάστορα του γραπτού λόγου και θα σου πω ότι δεν είμαι παρά ταλαίπωρη ψυχή που ξεδιπλώνεται πάνω σε χαρτιά κι οθόνες. Άκρη, πάντως, δε θα βρεις.
Έχεις βουτήξει ποτέ σε θάλασσα χωρίς ρούχα να δεις την αίσθηση; Στο χαρτί είμαι «ολόγυμνη» εγώ. Γι’ αυτό και τις μεγαλύτερες αλήθειες μου τις έχω γράψει μόνο, δεν τις είπα ποτέ με το στόμα. Αν έχεις ποτέ την περιέργεια να δεις με ποιον μιλάς, θα σου πω μα δε θα καταλάβεις τίποτα. Κι αν μπορούσα να σβήσω ένα ρήμα από συστάσεις γνωριμίας, δε θα σου έλεγα ποτέ «άκουσέ με» αλλά «διάβασέ με».