Αν μας δεις από πολύ κοντά, θα εκπλαγείς. Με το πόσο μόνοι αισθανόμαστε κάποιες φορές. Κι αν μας γνωρίσεις και λίγο πιο ουσιαστικά, θα διαπιστώσεις κιόλας ότι αυτή τη μοναξιά δεν την αξίζουμε. Ή μήπως όχι; Κάτσε γιατί εδώ κάτι δεν πάει καλά. Από το «δεν την αξίζουμε» πάμε στο «την αξίζουμε»; Σου ‘χω νέα. Έχει και πιο κάτω. Μήπως τελικά όχι απλά την αξίζουμε αλλά την προκαλούμε κιόλας; Μήπως κατά βάθος είμαστε κατ’ επιλογήν μόνοι;
Δεν πρόκειται απόψε να τα βάλω με την άδικη κοινωνία που άλλους τους ανεβάζει κι άλλους τους κατεβάζει. Ούτε με τον τροχό που κάποτε θα γυρίσει αλλά έχει κολλήσει στο ίδιο σημείο γιατί δεν τον λάδωσαν ποτέ κατά τη συντήρηση. Κι αν έγινε, κιόλας, συντήρηση, διότι ίσως ήταν κι εξαρχής χαλασμένος κι έληξε και η εγγύηση! Ούτε οι πλανήτες φταίνε, τελικά, κι ας λέει το τραγούδι ότι «ίσως φταίνε τα φεγγάρια». Ένα είναι ένα το φεγγάρι και η σχέση μας δεν είναι και τόσο στενή ώστε να θέλει να σαμποτάρει τη δική μας προσωπική ζωή.
Με τη μέθοδο της αφαίρεσης ποιος απομένει να φταίει; Μήπως εμείς τελικά; Αν εξετάσουμε αυτό το ενδεχόμενο, αν το εξετάσουμε σοβαρά όμως, με γερή δόση αυτοκριτικής κι αντικειμενικότητας, τίθεται αυστηρά θέμα standards. Standards, βέβαια, το λένε στο Los Angeles πίνοντας dry martini και βλέποντας Law & Order. Εδώ στην πατρίδα το λέμε «πήχη» κι αυτόν τον πήχη έχω την αίσθηση ότι τον έχουμε πολύ ψηλά. Σε σημείο που η κορυφή του να μας κλείνει την ορατότητα.
Οι περισσότεροι από εμάς φταίμε που είμαστε μόνοι. Για πολλούς λόγους. Πιάνουμε διάφορες κατηγορίες ως φταίχτες. Καλύπτουμε όλο το φάσμα της αυτοκαταστροφής, μπορώ να πω ότι το εξαντλούμε το θέμα κιόλας.
Κάποιοι από εμάς είναι η κατηγορία «αχ, έχω πληγωθεί». Η πιο μίζερη κατηγορία. Και με διαφορά. Ακόμη κι ο ίδιος ο Λουστράκος της Κλακ Φιλμς μεγάλωσε, σπούδασε (ήταν πολλά τα παπούτσια Άρη), τελείωσε το διδακτορικό του κι απολαμβάνει ευτυχισμένος ζωάρα. Εμείς πόσο ακόμη θα περιφέρουμε στη ζωή μας τη μιζέρια της αυτολύπησης που, στην τελική, ακόμη κι ο ίδιος μπορεί να μην είχε ποτέ; Επειδή πληγωθήκαμε κάναμε την όποια μας αποτυχία σημαία και περιμένουμε «Παστίλια για τον πόνο του άλλου» από την κάθε πιθανή παρέα, σε βαθμό ν’ απορρίπτουμε τον άλλον επειδή δεν αφαίρεσε λαπαροσκοπικά με το «καλημέρα» τον όγκο της θλίψης μας; Φταίμε, φιλενάδα, φταίμε!
Η άλλη κατηγορία είναι οι «(επι)στροφή στην ποιότητα». Δε ζητάμε πολλά. Απλά πραγματάκια βρε αδελφέ. Οι αρσενικοί της κατηγορίας τη θέλουν να είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, να έχει κορμί αλά Victoria Secret, να είναι μίξη Δημουλά, Αρβελέρ κι Εμμανουέλλα , να τον φτύνει αλλά και να είναι εκεί, να ντουμπλάρει ως χόμπι πρωταγωνίστριες αμερικανικών σειρών με τριετές συμβόλαιο στο «Ζήνα, η Πριγκίπισσα του Πολέμου», να αποπνέει το μυστήριο της Αγκάθα Κρίστι και να έχει πάρει μάστερ ως φιλόσοφος-πορνοστάρ (αλά μηχανολόγος-μηχανικός). Οι γυναίκες της κατηγορίας αυτής τον θέλουν ψηλό, μελαχρινό, ευθυτενή, 6 pack (έστω 5), με μυαλό Bukowski (με υγιές ήπαρ) και βλέμμα Τιμολέοντα Φανφάρα, εθελοντή στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα και τρεις ποιητικές συλλογές υπό έκδοση, αινιγματικό σαν τον Ηρακλή Πουαρό, με χόμπι το stand up comedy και την ιππασία (αδυναμία στα άσπρα άλογα).
Μόνο αυτά τα ολίγα ζητά η δεύτερη κατηγορία. Κι εντάξει. Ας πούμε ότι όλα αυτά μπορούν να βρεθούν σε συνδυασμό προσόντων, είτε στο θηλυκό μοντέλο, είτε στο αρσενικό. Ας πούμε ότι είναι ρεαλιστικό όλο αυτό το πακέτο προσδοκιών κι ότι δεν το βρίσκεις μόνο σε κόμικς ή σε απευθείας online παραγγελία στο εργαστήριο της Μαίρη Σέλεϊ (ολόκληρο Φρανκεστάιν είχε φτιάξει, στη Ζήνα-Νομπελίστα θα κολλήσει;) Το θέμα μετά πάει αλλού. Ζητάς τα παραπάνω τα οποία υπάρχουν. Εσύ, όμως, τι διαθέτεις; Έχεις τα προσόντα γι’ αυτό το φανταστικό δημιούργημα που ζητάς για να αποφασίσεις να δώσεις μια ευκαιρία στον απέναντί σου; Με άλλα λόγια και με δυναμική δραματικής σαπουνόπερας, ποιος νομίζεις ότι είσαι που ζητάς όλα τα παραπάνω για να ρίξεις μια ματιά στον τύπο ή την τύπισσα απέναντι;
Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία. Οι «δεν είναι ο/η μακαρίτης,-ισσα». Κατηγορία που κονταροχτυπιέται με τις άλλες δύο για την κορυφή. Μακάβριο ίσως ακούγεται, όμως «μακαρίτης, -ισσα» είναι κάθε άνθρωπος του παρελθόντος μας που είχαμε και χάσαμε ή που απλά θελήσαμε πολύ και δεν είχαμε. Η παλιά μεγάλη καψούρα που πλέον αναπαύεται σε τόπο χλοερό (άλλη αγκαλιά). Η κατηγορία αυτή πρεσβεύει το εξής απλό αξίωμα. «Όποιος δεν έχει το ονοματεπώνυμο του εκλιπόντος, το dna του, τις ίδιες ψυχοσωματικές διαταραχές και την ίδια όψη, δε θα λάβει από εμένα δεύτερη ματιά ως υποψήφιος,-α σύντροφος.» Σκέφτηκαν ποτέ οι της τρίτης κατηγορίας ότι το παραπάνω αξίωμα είναι ίσως το μοναδικό απαραίτητο προσόν ώστε ο άλλος να έχει κερδίσει δικαιωματικά το ενδεχόμενο μιας ευκαιρίας μας;
Σκοπός της παραπάνω συλλογιστικής δεν είναι ένα ακόμη αυτο-σαμποτάρισμα του εαυτού μας. Μια διαπίστωση ότι είμαστε χαζοί, σνομπ ή αφελείς. Μήπως όμως άθελά μας γινόμαστε; Ενίοτε συμβαίνει τα standards ή οι πήχεις να μπαίνουν και στον ίδιο μας τον εαυτό. Μπορεί και οι ίδιοι να μη διαθέτουμε τον εαυτό μας αν δεν καταφέρουμε να επιστρέψουμε σε μια παλιότερη και καλύτερη εκδοχή μας. Ό,τι και να συμβαίνει, όπου κι αν οφείλεται η μοναξιά μας, το λυπηρό είναι ότι εάν όλοι εμείς οι μόνοι συγκεντρωνόμασταν, θα φτιάχναμε πολιτείες ολόκληρες. Μήπως παρέα με τα martini μας, να κατεβάζαμε και λίγο τα standards μας;