Φίλες μια ζωή. Από τις φιλίες εκείνες που περιγράφει στα βιβλία της η Βαμβουνάκη. Συγγενείς της καρδιάς. Μαζί στην εφηβεία, μαζί και στα πιο δύσκολα μετά.
Ζωές παράλληλες, αλλά και τεμνόμενες. Τα σημεία τομής στις παράλληλες ζωές μόνο η καρδιά τα βρίσκει, εκεί που οι μαθηματικοί δεν μπορούν.
Δύο πράγματα σημάδεψαν την εφηβεία της, μια εφηβεία άρρηκτα συνδεδεμένη με την δική μου. Η γέννηση του αδελφού της στα 16 της και η έντονη «ενασχόληση» της μητέρας της με το αλκοόλ ένα χρόνο αργότερα.
Τι είναι εκείνο, άραγε, που οδηγεί μια συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση στο να καταφεύγει σε εξαρτήσεις οιασδήποτε μορφής; Οι θεωρίες ποικίλουν ανάλογα με τη γωνία που κοιτάζει κανείς το θέμα.
Οι ψυχαναλυτές θεωρούν ότι καταφεύγει κανείς σε εξάρτηση για να διοχετεύσει και διαχειριστεί όλα τα συσσωρευμένα ψυχικά προβλήματα και βιώματα που έχει από την παιδική ηλικία και που ήρθαν στην επιφάνεια αργότερα.
Το ασθενικό «Εγώ» του Φρόυντ και η παντοδυναμία της πληγωμένης παιδικής ηλικίας είναι υπαίτια κάθε εξάρτησης.
Οι συμπεριφοριστές δεν εμβαθύνουν τόσο, απλά τονίζουν την τάση των ατόμων να επιζητούν ποικίλους τρόπους να αυξήσουν τις ευχάριστες εμπειρίες και αισθήσεις, κάτι που φυσικά επιτυγχάνεται με το «ταξίδι» που προσφέρει κάθε εξάρτηση.
Οι κοινωνιολόγοι, από την άλλη, αποδίδουν μια εξαρτημένη συμπεριφορά στην αλληλεπίδραση του ατόμου και της κοινωνίας που το περιβάλει. Όταν, για παράδειγμα, κάθε αντικατοπτρισμός αυτής της κοινωνίας σε μέσα ενημέρωσης, διαφημίσεις, ταινίες και τραγούδια συνδέει το ποτό με τη λύτρωση από κάθε πρόβλημα, οποιαδήποτε ευάλωτη προσωπικότητα θα βρει εκεί το αντίστοιχο διέξοδο.
Όσες συζητήσεις κι αν κάναμε, ως μη ειδικοί, ποτέ δεν καταλήξαμε στο πώς η μητέρα της οδηγήθηκε εκεί. Για ‘μας σημασία είχε το τι προκαλούσε όλο αυτό στο οικογενειακό της περιβάλλον.
Όσο πιο στενός είναι ο συναισθηματικός δεσμός μεταξύ εξαρτημένου και συγγενή, τόσο πιο βαθιά είναι η πληγή. Ο συγγενής (σύντροφος ή παιδί) βιώνει πρωτίστως και σε μεγάλο βαθμό μοναξιά από την απουσία του εξαρτημένου από τη ζωή του.
Ο εξαρτημένος έχει πλέον αποσυρθεί σ’ έναν κόσμο δικό του και αδυνατεί να κατανοήσει την κατάστασή του. Κυρίως να την παραδεχτεί.
Τη μοναξιά διαδέχεται η ενοχή.
Ο συγγενής αναρωτιέται μήπως έχει μερίδιο ευθύνης σε όλο αυτό. «Τι της κάναμε ρε γαμώτο; Πες μου, τι;» Σαν χτες θυμάμαι τη συχνά, τότε, επαναλαμβανόμενη της φράση.
Ένοχος αισθάνεται κανείς, όχι μόνο για το ενδεχόμενο ευθύνης, αλλά και εξαιτίας της ανημποριάς του να βοηθήσει αποτελεσματικά και άμεσα.
Η ενοχή φέρνει ανασφάλεια και μια αλυσίδα αρνητικών συναισθημάτων διαδέχεται το ένα το άλλο. Η οργή, φυσικά, δεσπόζει όλων. Ιδίως εάν ο συγγενής έχει πάρει επάνω στους ώμους του το σύνολο των μέχρι τότε υποχρεώσεων του εξαρτημένου.
«Αντί να διαβάζω, της μεγαλώνω το παιδί. Κατάλαβες τι έχω πάθει;»
Οργή. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο συγγενής ενσωματώνεται στο πρόβλημα του εξαρτημένου, δραπετεύοντας από το κενό το οποίο αισθάνεται και στην ουσία δραπετεύοντας από την ίδια του τη ζωή.
Ο μηχανισμός της εξάρτησης τότε συμβαδίζει με το μηχανισμό συνεξάρτησης του συγγενή.
Ούτε που θυμάμαι, είκοσι χρόνια μετά, το πώς έκλεισε εκείνο το κεφάλαιο στη ζωή της φίλης μου. Λίγο καιρό αργότερα έφυγε από το σπίτι για σπουδές και σταματήσαμε να το συζητάμε μέχρι που το πρόβλημα έπαψε να υφίσταται.
Αυτό που συνειδητοποιήσαμε και οι δύο αργότερα είναι το πόσο λεπτή είναι η γραμμή που χωρίζει τον καθένα μας απ’ το να γυρέψουμε εναλλακτικές σε ουσίες για να ανταπεξέλθουμε στην σκληρή καθημερινότητα.
Μάθαμε να διαχειριζόμαστε την οργή μας (αν όχι να την καταπίνουμε) όταν ο άλλος δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στους ρόλους του απέναντί μας. Ίσως απλά δε δύναται.
Μάθαμε να ψάχνουμε το «γιατί» πίσω από την οποιαδήποτε πτώση. Ακόμη κι αν πρέπει να φέρουμε ένα ποτήρι απ την κουζίνα και να κεραστούμε κι εμείς ένα ποτό μαζί του.
Για μία ώρα ή για μια νύχτα. Δεν μπορέσαμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω ώστε να κάνουμε τα πράγματα αλλιώς, ωστόσο μάθαμε να είμαστε πιο ανθρώπινοι.