Σηκώνεσαι σαν τον κλέφτη, στις μύτες των ποδιών και βγαίνεις απ το δωμάτιο. Με τον ίδιο τρόπο βγαίνεις κι απ’ το συμβάν. Σαν τον κλέφτη. Ενοχικά γιατί αισθάνεσαι ότι έκανες πάλι το λάθος. Είναι η τρίτη φορά που μου το λες πίνοντας καφέ μαζί μου. Ψάχνεις λίγο χώρο ν ακουμπήσεις την ενοχή σου και το καταλαβαίνω. Σου δίνω αυτόν τον χώρο και πάντα θα βρίσκω τρόπο να στον δώσω γιατί είμαστε φίλοι. Εάν δεν προσπαθήσω εγώ να σε καταλάβω, ποιος θα το κάνει;
Δε θα σου δώσω άφεση αμαρτιών. Έτσι μεγάλωσα, έτσι θα βλέπω τα πράγματα. Κι εσύ έτσι τα βλέπεις, γι’ αυτό ταιριάξαμε, γι’ αυτό και νιώθεις ενοχές. Ο λάθος άνθρωπος θα είναι πάντα ο λάθος άνθρωπος για σένα. Εάν είναι άνθρωπος που ανήκει κάπου αλλού, δε θα έπρεπε να σηκώσεις τα μάτια σου κατά ‘κει. Αυτό δε θ’ αλλάξει ποτέ, το ξέρουμε και οι δυο, όσο κι αν «εκμοντερνιστούμε». Εάν είναι ο λάθος άνθρωπος απλά επειδή δεν σου κάνει καλό η συναναστροφή μαζί του, επειδή δε σε θέλει πραγματικά ή επειδή σε χρησιμοποιεί, πάλι ωθούμαι να ρωτήσω «μυαλό δεν έχεις;» ή «τόσο χαμηλή αυτοεκτίμηση;»
Όχι, ηθικό κριτήριο δεν πρόκειται ν’ αλλάξω. Εκεί δε θα έπρεπε να είσαι. Σήμερα όμως δε θέλω να σε κρίνω. Σήμερα θέλω μόνο να σε νιώσω. Να σε καταλάβω. Να δω πώς νιώθεις όταν σηκώνεσαι από εκείνο το κρεβάτι, λίγα λεπτά πριν ξαναβυθιστείς στην αυτοκριτική και τις ενοχές σου. Να νιώσεις ότι έχεις έστω έναν σύμμαχο.
Θέλω μόνο να μπω στη ψυχοσύνθεση σου. Να δω το τι σ’ έκανε να πας πάλι εκεί κι ας είχες πει ότι δε θα ξαναπάς. Να δω τι καταφέρνει και θολώνει τον ορθολογισμό και την ηθική σου. Κι επιτέλους, αν αξίζει πραγματικά τον κόπο που όλοι εμείς οι «δικαστές» του γλυκού νερού παίρνουμε ξανά στο χέρι το σφυράκι μας.
Κάθε φορά που βρίσκεσαι κάτω από εκείνο το πάπλωμα, μέσα σ’ εκείνα τα χέρια, ο κόσμος είναι διαφορετικός. Εκεί μέσα μόνο. Ίσως γιατί μέσα σ’ εκείνα τα χέρια είσαι απόλυτα συμβατή με ό,τι νιώθεις όλον τον υπόλοιπο χρόνο. Μ’ εκείνο το «πολύ» που κόλλησες σε κάθε ρήμα. Θες πολύ, αγαπάς πολύ, ποθείς πολύ. Ακόμη κι αν το νιώθεις μόνο εσύ κι όχι ο άλλος. Ποια η πρόθεση, ο οδηγός, ο λόγος, το κίνητρο; Η καρδιά. Και το «πολύ» της.
Ποιος ενεργεί με απόλυτο οδηγό την καρδιά και είναι λάθος; Μήπως εκείνη δεν έχει τη δική της ηθική; Αυτό θα ήθελες να τους ρωτήσεις όλους, μα όταν βγεις από ‘κείνα τα χέρια. Εκεί μέσα δεν υπάρχουν ενοχές. Όλες οι ενοχές προκύπτουν από τη στιγμή που αισθανθείς ότι ζεις εκτός παπλώματος, εκτός εκείνων των χεριών, ανάμεσα σε ανθρώπους που κρίνουν, δικάζουν κι ενδεχομένως καταδικάζουν. Όλες οι ενοχές προκύπτουν μόνο από τη σκέψη ότι δε θα πιστέψουν ότι κακό ή θλίψη δε θέλησες ποτέ να προκαλέσεις σε κανέναν. Ούτε σε κάποιον τρίτο άνθρωπο, ούτε στον εαυτό σου τον ίδιο.
Κάτω από εκείνο το πάπλωμα δεν υπάρχουν ενοχές. Εκεί ανασαίνεις συνειδησιακά γιατί ενοχές όντως δεν υπάρχουν. Τουλάχιστον όσο το ζεις. Αντίθετα, υπήρχαν φορές στο παρελθόν που δεν υπήρχε οδηγός η καρδιά. Που βρισκόσουν δίπλα σε κάποιον που δεν ήθελες πολύ κι αισθανόσουν σκατά. Κυρίως άκρως ενοχικά. Και πριν και μετά και κατά τη διάρκεια. Δεν είναι παράδοξο όλο αυτό; Μπορώ να σε νιώσω, λοιπόν, σήμερα. Χωρίς σφυράκια και συμβουλές. Χωρίς δικαιολογίες. Να σε νιώσω. Είναι η πρόθεση που κάνει το «έγκλημα» ελαφρύτερο. Που ξεκαθαρίζει το τοπίο μέσα σ’ έναν κόσμο γεμάτο ενοχές για τους ευσυνείδητους. Ολόκληρο ποινικό δίκαιο κρίνει αλλιώς με βάση την πρόθεση. Εμείς γιατί όχι;