Τα ψέματα για τα οποία δε νιώθουμε ποτέ καμία τύψη είναι εκείνα που αφορούν αποκλειστικά και μόνο τον εαυτό μας. Είναι ψέματα που λέμε σχεδόν καθημερινά. Είναι ψέματα στα οποία δε δίνουμε ποτέ καμία σημασία. Μα είναι ίσως σοβαρότερα από κάθε άλλο ψέμα. Δε βλάπτουν κανέναν. Αντίθετα νομίζουμε ότι ωφελούν κιόλας. Ποιον; Μα τη φανταχτερή μας βιτρίνα. Τον περιβόητο αντικατοπτρισμό μας.

Η μοναξιά όταν εμφανίζεται είναι συναίσθημα που σε κατακλύζει. Σαν το υγρό της αξονικής. Το πίνεις και «βάφει» όλο το μέσα σου. Εάν ο απέναντί σου ήταν τομογράφος κι όχι ένας απλός άνθρωπος, θα έβλεπε χρωματισμένα τα πάντα μέσα σου. Όλα, μέχρι τα δερμάτινα τοιχώματα του κορμιού σου. Η μοναξιά πονάει. Πονάει κάποιες μέρες, όπως πονάνε μέλη του σώματος σου όταν αλλάζει ο καιρός. Μα μάθαμε τόσο καλά να την κρύβουμε, μέχρι που συνηθίσαμε και τον πόνο της. Μάθαμε να μην την αναφέρουμε καν. Ούτε καν να την παραδεχόμαστε.

Όλες οι νύχτες που δεν ξημέρωναν γιατί τελικά πονούσαμε από μοναξιά κρύφτηκαν πίσω από όλα τα θεόρατα, σαν βουνά, «είμαι καλά» που είπαμε το επόμενο πρωινό. Καλοί στους άλλους, «νοιαστικοί» στους πάσχοντες, μα σκατάδες στους εαυτούς μας. Σκατάδες επειδή ζούμε στο ψέμα. Επειδή αν πονούσε το σαρκίο μας, θα το διαλαλούσαμε σαν πληγωμένα κουτάβια. Θα φωνάζαμε και γιατρούς. Ενώ τώρα κάνουμε μόκο. Στουμπώνουμε τον εαυτό μας με έξτρα πόνο (πλην αυτού της μοναξιάς) με την καταπίεση του να παίζουμε θέατρο. Γιατί; Μα για να μη χαλάσει η εξαίρετη εικόνα μας.

Και περνάει ο καιρός έτσι. Να μην παραδεχόμαστε τον πόνο που προκαλεί η μοναξιά, όπως και καθετί που αποδεικνύει ότι είμαστε τρωτοί. Αδύναμοι. Κάποιοι δεν παραδέχτηκαν ποτέ σε τρίτους ψυχικές ασθένειες. Και φυσικά κάποιοι μεταξύ αυτών των κάποιων αυτοκαταστράφηκαν σταδιακά. Άλλοι δεν παραδέχτηκαν ποτέ διατροφικές διαταραχές. Ποτέ, μέχρι να νοσηλευτούν. Που πλέον ήταν ολοφάνερο. Κι αν ορισμένοι δείλιασαν να παραδεχτούν μια ψυχική ασθένεια, πόσο πιο κατανοητό φαίνεται το να δειλιάσουν κάποιοι άλλοι να παραδεχτούν μία απλή στενάχωρη κατάσταση όπως η μοναξιά!

Δεν είναι μόνο το ότι κρυβόμαστε. Είναι που μάθαμε να αναπτύσσουμε και θεωρίες για να γλυκαίνουμε την πίκρα μας. Και για να είμαστε και πιο πειστικοί στους τρίτους. Ρήτορες του γλυκού νερού, αναφωνούμε όλοι σαν σε οπερέτα «Πιο καλή η μοναξιά». Ή σαν φιλόσοφοι άνευ χαρτοφυλακίου αναλύουμε τα περί της ευεργετικής διάστασης της μοναξιάς. Τέλος, σαν απόφοιτοι της σχολής των ψυχολόγων της Βιέννης αποφανθήκαμε ότι «υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι». Που δήθεν φτιάχτηκαν για να ζουν μονάχοι. Ναι, υπάρχουν κι αυτοί. Μα ήδη αποσύρθηκαν από τα εγκόσμια. Και ζουν ευτυχισμένα και γαλήνια μακριά. Γιατί; Μα γιατί πρώτα προσδιόρισαν το τι γι’ αυτούς σημαίνει μοναξιά. Και το τι δε σημαίνει. Έπειτα το παραδέχτηκαν. Κι έπειτα βρήκαν το δρόμο τους.

Η μοναξιά είναι ευεργετική όντως για τον άνθρωπο. Είναι περίοδος ευφορίας, ανασυγκρότησης και δημιουργικότητας. Μα όταν είσαι περαστικός από αυτήν. «Η μοναξιά είναι ένα καλό μέρος για να επισκεφτείς, αλλά ένα άσχημο μέρος για να μείνεις» είπε ένας τύπος κάποτε. Έτσι είναι. Όσο είσαι τουρίστας σε αυτήν, αναθεωρείς, αμφιβάλεις, επαναπροσδιορίζεις, επαναπροσδιορίζεσαι, δημιουργείς, προχωράς. Όταν η μοναξιά γίνεται μετανάστευση, όταν από απλό τοπίο γίνεται νέα πατρίδα, τα πράγματα αλλάζουν. Πονάς. Από ένα σημείο και μετά, ενίοτε πονάς.

Όλα γίνονται για την εικόνα μας.  Κι όσα δε γίνονται, πάλι για εκείνη δε γίνονται! Άνθρωποι που βλέπουμε καθημερινά, άνθρωποι που εκτιμούμε και μας εκτιμούν, συγγενείς κοντινοί, φίλοι που αγαπιόμαστε χρόνια και κανείς τους δεν ξέρει ότι υπάρχουν βράδια που δεν περνούν με τίποτα. Σε κανέναν δε μιλάμε για τη μοναξιά μας. Δε λέμε σε κανέναν ότι εξαιτίας της κάποιες μέρες ή νύχτες πονάμε. Θα σκεφτούν ίσως ότι είμαστε μπάζα για να είμαστε τόσο καιρό μόνοι. Ότι ίσως είμαστε παλιοχαρακτήρες.  Ότι ίσως δε βλεπόμαστε. Ότι είμαστε αδύναμοι που αυτή η μοναξιά μας πονάει. Ή ότι έχουμε ανθρωποδιώχτη. Ή και όλα τα παραπάνω. Γιατί να επιτρέψουμε να σκεφτούν όλα αυτά; Λέμε ένα «είμαι καλά» και ξεμπερδέψαμε.

Αύριο το πρωί δοκίμασε να πεις αλήθεια για πρώτη φορά. Κι εσύ. Κι εγώ. Όποιος το αισθάνεται. Όχι, χτες τελικά δεν ήμουν καλά. Είναι κάτι νύχτες που δεν είμαι καλά κι ας σου λέω ψέματα την άλλη μέρα. Φοβάμαι μην εκτεθώ ή μη με κοροϊδέψεις. Μα δεν είμαι καλά. Λαχταράω ένα ζεστό χέρι να με αγγίζει με την αύρα του πριν καν με ακουμπήσει. Λαχταράω με την άκρη των ματιών μου τη φιγούρα ενός γυμνού κορμιού στη μέση του κρεβατιού μου. Κι όταν αυτή η λαχτάρα γίνεται μεγαλύτερη από το σύνηθες, αυτό πονάει. Πολύ κιόλας. Ήθελα να στο πω σήμερα. Να σου πω την αλήθεια. Λένε ότι όταν χτίζεις έναν τοίχο ώστε να μη βγει η αλήθεια σου έξω, τότε δεν μπορεί να μπει και η χαρά μέσα. Οπότε ήθελα να ξέρεις. Δεν είμαι πάντα καλά. Νιώθω μοναξιά.

 

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα