Όλοι μας θυμόμαστε τον εαυτό μας ως παιδιά. Όχι κάθε λεπτομέρεια, μα τα πιο σημαντικά τα θυμόμαστε. Υπήρχαν κάποια λίγα χρόνια, ακόμη και στην καθόλα άψογη παιδική ηλικία κάποιων, που οι νύχτες ήταν δύσκολες. Από αργά το απόγευμα το παιδικό προσωπάκι «συννέφιαζε» στην επερχόμενη έλευση του σκοταδιού, της νύχτας που ερχόταν. Και η ώρα λίγο πριν τον ύπνο όπου είσαι σκεπασμένος και περιμένεις το βύθισμα ήταν ιδιαίτερα επώδυνη. Αγωνιώδης.
Ο φόβος ήταν κοινός σε πολλά παιδικά μυαλά. Τα τέρατα της νύχτας. Εκείνα που θα ξεπροβάλλουν ξαφνικά κάτω από το κρεβάτι. Ή μέσα από την ντουλάπα. Αυτή ήταν η κύρια, ίσως και η μόνη, αγωνία σε μια ξέγνοιαστη απ’ όλες τις απόψεις παιδική ηλικία. Το μεγάλο πράσινο ή μαύρο μαλλιαρό τέρας που θα ξεπήδαγε από κάποια πλευρά του δωματίου και όλα μετά θα γίνονταν άνω κάτω. Θα μας έτρωγε; Θα μας έπαιρνε μαζί του και δε θα βλέπαμε ξανά τους γονείς και τ’ αδέλφια μας; Δε γνωρίζω. Τη συνέχεια δεν την είχαμε ξεκάθαρη στο μυαλό. Μέχρι εκεί το είχαμε σκεφτεί. Μέχρι το να εμφανιστούν.
Το φωτάκι στο διάδρομο ήταν πάντα αναμμένο. Και οι σκιές στον τοίχο του διαδρόμου που μας λαχταρούσαν δεν ήταν παρά κάποιος περαστικός γονιός. Και κάπως έτσι κυλούσε η αρχή της νύχτας, με αυτό το φόβο, μέχρι που μας έπαιρνε ο ύπνος και ξημέρωνε μία άλλη μέρα. Ενήλικες πλέον ξέρουμε ότι ίσως έφταιγε για όλο αυτό τα παραμύθια που μας διάβαζαν, τα οποία μας είχαν «μπολιάσει» με την ύπαρξη τεράτων και μπαμπούλων.
Ίσως, σε κάποιες περιπτώσεις, έφταιγε και το ασταθές οικογενειακό περιβάλλον, οι φωνές και οι τσακωμοί, που τάραζαν το υποσυνείδητό μας και δεν μπορούσαμε να βρούμε κάποια εξήγηση για το γιατί αισθανόμαστε τόσο άσχημα. Μέχρι που εφηύραμε τα τέρατα. Για να δικαιολογήσουμε ανεξήγητες φοβίες και ταραγμένα, αξημέρωτα βράδια.
Μέχρι που γίναμε έφηβοι και κατόπιν ενήλικες και πλέον μάθαμε ότι τα τέρατα των παραμυθιών δεν υπάρχουν. Βγάλαμε τα μικρά φωτάκια από τις πρίζες των διαδρόμων και συνηθίσαμε να κοιμόμαστε χωρίς φως. Οι ντουλάπες και το κενό κάτω από το κρεβάτι έπαψαν να αποτελούν τις πηγές του κακού. Συνέβη όμως κάτι άλλο. Δεν μπορέσαμε να βρούμε απόλυτα τον ύπνο μας κάποιοι. Κι όχι μόνο αυτό. Μα βρήκαμε άλλου είδους «τέρατα». Όχι σε οικοσκευή, μα στο κεφάλι μας μέσα.
Οι νύχτες ξανάρχισαν να είναι αγωνιώδεις. Τουλάχιστον οι περισσότερες από αυτές. Και ανάλογα την ψυχοσύνθεση του καθενός, τη νοοτροπία, τα βιώματα, ακόμη και τα γονίδια, βρήκαμε τα διάφορα αυτά «τέρατα» να κοιμούνται και να ξυπνάνε αυτόνομα μέσα στη ζωή μας, μέσα στο κεφάλι μας. Κανένα απλό φως της ημέρας δε στάθηκε ικανό να τα διώξει οριστικά. Μέχρι που μάθαμε κι εμείς να τα «φιλοξενούμε». Είτε με την ελπίδα να τα ξορκίσουμε και να φύγουν, γιατί ποτέ δεν τα παραδεχτήκαμε, είτε να τα καλοπιάνουμε ώστε να μας ενοχλούν όσο το δυνατόν λιγότερο.
Πρώτο και μεγαλύτερο «τέρας» εξ αυτών ο φόβος της κατάθλιψης. Και αναφέρομαι στο φόβο αυτής και όχι στην ίδια, γιατί ο φόβος αυτής ανέκαθεν υπήρξε το βουνό-εμπόδιο στη ζωή μας. Το να βρεθούμε καταθλιπτικοί σε κάποια φάση της ζωής μας που σταθήκαμε απλά αδύναμοι να ανταπεξέλθουμε σε μια καθημερινότητα που γράφει σκληρά χιλιόμετρα στη ζωή μας, είναι κάτι αναπόφευκτο. Ο ψυχισμός μας υπήρξε ανέκαθεν, πριν και πέρα από κάθε φόβο. Με άλλα λόγια είναι γραφτό ψυχικά και εγκεφαλικά κάποιοι να νοσήσουν από κατάθλιψη, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το διαβήτη, αλλά και πλήθος άλλων σωματικών και ψυχικών ασθενειών. Ο φόβος όμως της ύπαρξης μιας καταθλιπτικής φύσης, ο φόβος του πώς θα λειτουργήσεις έτσι, του πώς θα ανταπεξέλθεις, του αν θα σε αποδεχτούν, του αν θα γιατρευτείς, υπήρξε και υπάρχει ως το μεγαλύτερο «τέρας» που θα ξεπηδά από τα ντουλάπια και τα σκοτάδια του μυαλού πολλών ανθρώπων μεταξύ μας.
Για άλλους ανθρώπους μεγαλύτερο «τέρας» υπήρξε πάντα η μοναξιά. Όχι εκείνη που σε κάνει δημιουργικό και με αυτογνωσία. Η άλλη, εκείνη που σε καθηλώνει σε μια ζωή συναισθηματικής μειονεξίας. Σε αμέτρητους συμβιβασμούς και δεκάδες εκπτώσεις για να μη μείνεις μόνος. Μέγα «τέρας» για κάποιους η μοναξιά, αυτή η άγνωστη που ποτέ δεν έκαναν φίλη ώστε να επωφεληθούν από τις ευεργεσίες της. Και πλήθος άλλων «τεράτων», μικρότερων από τα δύο παραπάνω, κράτησαν το ενήλικο μυαλό μας σε ταραγμένη κατάσταση, όπως τότε μικροί. Όπως οι κακοί και σαδιστές άνθρωποι που ψυχαναγκαστικά στοίχειωσαν τη ζωή μας είτε αστυνομεύοντάς την, είτε γεμίζοντάς την ενοχές.
«Τέρατα» πάντα θα υπάρχουν να διατηρούν τη ζωή μας στα όριά της, να μας αφήνουν ξάγρυπνους, ανήσυχους. Να λαχταράμε το ξημέρωμα να έρθει νωρίτερα, να ψάχνουμε κάποιο λαμπάκι τριγύρω να εξημερώσει τα όποια σκοτάδια. Κι αν το σκεφτείς, εκεί βρίσκεται και η λύση, αλλά και η λύτρωση. Το φως που θα τρυπώσει στα ντουλάπια του μυαλού και θα εξουδετερώσει το φόβο. Το φόβο μόνο, γιατί η ουσία θα παραμένει εκεί. Δεν υπάρχει «τέρας» που να μην εξημερώνεται με αγάπη και αποδοχή και αυτό ακριβώς είναι το φως που επιζητάμε. Η αγάπη και η αποδοχή. Είτε των άλλων προς τα εμάς, είτε από εμάς προς τον εαυτό μας. Αρκεί λίγο από αυτό το φως και τα «τέρατα» θα κοιμούνται ήσυχα στη γωνιά τους, μη ενοχλώντας μας ποτέ ξανά.
Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Παπασάββα: Σοφία Καλπαζίδου